Ο διακοσμητής Άγγελος Αγγελόπουλος μας ανοίγει το σπίτι του

Είναι ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες διακοσμητές και ένας από τους ελάχιστους Έλληνες διεθνείς. Τον περασμένο Μάρτιο, η British Vogue είχε κάνει αφιέρωμα στο έργο του. Το εργένικο διαμέρισμά του, στο Μετς, είναι ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα της πόλης, καθώς ήθελε να πειραματιστεί με τους συνδυασμούς όλων των αποχρώσεων του λευκού. Και τα κατάφερε, με έναν αρκετά ιδιοφυή και επιδέξιο τρόπο. Από τον Πάνο Ζόγκα. Φωτογραφίες Κοσμάς Κουμιανός

Ο Άγγελος κουβαλάει πολλούς τίτλους και πρωτοπορίες σε αυτό που κάνει. Θεωρείται ο άνθρωπος που έφερε το concept των boutique hotels στην Ελλάδα, σχεδιάζοντας το πρώτο ξενοδοχείο του είδους, το Andromeda Athens. Με σπουδές κινηματογράφου και θεάτρου, και με εξειδίκευση στη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, εργάζεται ως interior designer από το 1989. Έχει σχεδιάσει πάνω από 40 ξενοδοχεία, κατοικίες, διαμερίσματα, clubs και café στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη, τη Νέα Υόρκη, τη Φλόριντα και το New Jersey. Τα τελευταία 15 χρόνια συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων interior designers του κόσμου, σύμφωνα με τον οίκο Andrew Martin και το βιβλίο του Interior Design Review, που θεωρείται «η βίβλος της διακόσμησης». Επιπλέον, γίνεται μεγάλο αφιέρωμα σε αυτόν στο διεθνές λεύκωμα με τους σημαντικότερους interior designers του πλανήτη, που θα εκδώσει ο διεθνής εκδοτικός κολοσσός teNeues τον Νοέμβριο.

 

Συναντηθήκαμε για να φωτογραφίσουμε τo σπίτι του στο Μετς, εκεί όπου μένει τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Όταν ανοίγει η πόρτα, είναι σαν να μπαίνεις στο βασίλειο του λευκού, χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε ένδειξης χρώματος. Καθόμαστε στον καναπέ, πίνει γάλα αμυγδάλου σε λευκή κούπα και μου αναλύει τη λογική του: «Έμενα σε ένα ιστορικό διατηρητέο κτίριο, δύο τετράγωνα πιο πίσω. Ένα υπέροχο παλαιό οίκημα, με αρκετά μαξιμαλιστική διακόσμηση. Μέχρι που ήρθε μια στιγμή στη ζωή μου που μου επέβαλε κατά κάποιον τρόπο ν’ αλλάξω τα πάντα. Και εγώ, όταν θέλω ν’ αλλάξω τα πάντα, αρχίζω από το βασικό, που για μένα είναι το μέρος όπου θα μένω». Τον ρωτάω ποια ήταν αυτή η κρίσιμη καμπή. «Ήταν μια καθαρά εσωτερική διαδικασία. Αποφάσισα να βρω έναν άλλον χώρο. Έψαχνα σχεδόν μία δεκαετία και ήθελα οπωσδήποτε να βλέπω το ηλιοβασίλεμα. Ήθελα λιγότερα τετραγωνικά, ήθελα τα πάντα στη ζωή μου να απλοποιηθούν. Το 2013, βρήκα ακριβώς αυτό που έψαχνα. Το οροφοδιαμέρισμα αυτό σχεδιάστηκε από την αρχή με λεπτομέρεια πόντου και από πάνω έφτιαξα τον κήπο. Δηλαδή, αντί να είναι η κατοικία στο πάνω μέρος και ο κήπος κάτω, έκανα το αντίστροφο. Σε όλη μου τη ζωή διαχειρίζομαι πληροφορίες που έχουν σχέση με χρώμα, γι’ αυτό αποζητούσα έναν χώρο στον οποίο θα μπαίνω μέσα και θα είναι απολύτως ζεν. Οπότε, δεν έφτιαξα μια κατοικία, έφτιαξα μια φωλιά. Μια απόδραση, αν θες. Δεν είναι κατοικία. Για μένα δεν έχει την έννοια που έχει για τον μέσο άνθρωπο. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι γυρίζουν, θέλουν τη φωλιά τους, κάτι ζεστό. Για μένα η έννοια του σπιτιού είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Εγώ θέλω κάτι που να με αποφορτίζει. Ήθελα κάτι το οποίο να είναι τελείως ουδέτερο. Αυτός ήταν ο στόχος».

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

Ξυπνάει πολύ πρωί, στις 05:30. Στις 07:00 είναι στο γραφείο του, κανονίζει με τους συνεργάτες του το πρόγραμμα της ημέρας και φεύγει απευθείας για τα εργοτάξια και τα ραντεβού με πελάτες. Κοιμάται αυστηρά στις 11 το βράδυ για να έχει ενέργεια την επόμενη μέρα. Βγαίνει σταθερά μία φορά την εβδομάδα και πηγαίνει στο θέατρο ή στην όπερα. «Σπάνια πηγαίνω σε εστιατόρια και δεν βγαίνω πια σε clubs. Τα μέρη στα οποία διασκεδάζω είναι τα σπίτια των φίλων μου. Πουθενά αλλού. Και ευτυχώς, έχω πολύ καλούς φίλους, τους οποίους έχω χρόνια».

Τις διακοπές του, ως εργοδότης του εαυτού του, τις έχει κανονίσει ως εξής: «Όλο τον Αύγουστο το γραφείο κλείνει και παίρνουν άδεια όλοι οι συνεργάτες. Επίσης, κλασικά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για διακοπές. Και δεν με ενδιαφέρει να έχω παραπάνω. Επίσης, δεν είμαι ο τύπος του Σαββατοκύριακου. Δηλαδή, δεν με ενοχλεί να περάσω το Σαββατοκύριακο στην Αθήνα, τη θεωρώ καταπληκτική πόλη. Για την ακρίβεια, τρελαίνομαι για την Αθήνα. Και αυτός είναι και ο λόγος που αποφάσισα να μη ζήσω τελικά στην Αμερική, που τα τελευταία χρόνια έχω αρκετές επαγγελματικές επαφές. Ό,τι αγαπώ, οι άνθρωποί μου, οι δρόμοι -όλοι στο ιστορικό κέντρο- είναι εδώ. Μπορεί στα 25 μου να πήγαινα να μείνω αλλού. Τώρα που έχω περάσει τα 50 δεν μπορώ να σκεφτώ τη ζωή μου σε άλλη πόλη».

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΟΥ

«Ήρθα από ένα σπίτι το οποίο ήταν απολύτως εξωστρεφές, ένα τεράστιο διατηρητέο με καθόλου θέα όπου έπρεπε να ρίξω πολύ το βάρος στο εσωτερικό. Είχε έργα τέχνης, ακριβά βιβλία, είχε τα πάντα.

Το σπίτι στο οποίο ζω τώρα, με το πού το είδα, διαπίστωσα ότι είναι ακριβώς το αντίθετο – με τόση φύση, τόση θέα, τόσο ηλιοβασίλεμα, τόση θάλασσα, και ευθεία βλέπεις την Πελοπόννησο. Έχει ένα καταπληκτικό πάρκο μπροστά και είναι ανάμεσα στους τρεις πνεύμονες της πόλης. Το Καλλιμάρμαρο, ο Λόφος του Αρδηττού και ο Εθνικός Κήπος. Ήθελα κάτι που να μπορεί να παίζει με το φυσικό φως. Έκανα και ένα πείραμα, αν θες, εδώ, έπαιξα δηλαδή πολύ με το λευκό σε όλες του τις αποχρώσεις».

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

«Ταξιδεύω πολύ. Πάω Ασία, Ιαπωνία, έχω γυρίσει όλο το Θιβέτ, το Νεπάλ, την Ινδία, το Ιράν, όλη τη χερσόνησο την Αραβική, την Υεμένη, τη Βιρμανία, όλη την Ινδοκίνα -την πρώην Ινδοκίνα-, τη Λατινική Αμερική, τη Βόρεια Αμερική, την Καραϊβική. Μόνο τον Ειρηνικό δεν έχω πιάσει ακόμα. Έχω την αίσθηση ότι με κάποιον τρόπο έχω βρει τη χρυσή τομή -και αυτό με πολύ κόπο και εργασία με τον εαυτό μου- και είμαι ένας ουσιαστικά χαρούμενος άνθρωπος από την ισορροπία εργασίας, που έρχεται δεύτερη και προσωπικών σχέσεων, που έρχονται πρώτες». Τον κοιτάζω περίεργα μετά την τελευταία του δήλωση. Ένας άνθρωπος που ξεκινάει στις 06.30 από το σπίτι και επιστρέφει στις 10 το βράδυ από τη δουλειά του, πώς μπορεί να το υποστηρίζει αυτό; «Δεν το βλέπω όλο αυτό ως δουλειά. Μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι δημιουργικές συζητήσεις με ανθρώπους με τους οποίους συνδημιουργείς. Οπότε, οι προσωπικές μου σχέσεις είναι το άλφα και το ωμέγα. Επενδύω περισσότερο στους ανθρώπους, τ’ άλλα για μένα είναι μόνο τούβλα. Πολύ εύκολα μπορεί ν’ αλλάξω χώρο, δεν δένομαι, αν κι αυτό ακούγεται αντιφατικό, αφού η δουλειά μου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ύλη. Αντικειμενικά, δεν υπάρχει κάτι πνευματικό σε αυτό που κάνω. Όμως, μέσα από εκεί προσπαθώ να βρω και πνευματικότητα, αν θες. Πέρασα κι εγώ τη φάση μου πριν από 20 χρόνια, μια απολύτως υλιστική φάση. Έζησα και το κομμάτι της ματαιοδοξίας μου. Τα κάλυψα όλα αυτά, είδα ότι δεν έχουν να μου προσφέρουν τίποτα πέρα από αυτό που έβλεπα, δεν υπήρχε κάτι άλλο από κάτω, τα απέκτησα και μετά απλώς δεν με ενδιέφεραν. Είδα ότι μέχρι τότε συμμετείχα σε πράγματα που έπρεπε λόγω της δουλειάς, αλλά δεν υπήρχε καμία εσωτερική συμμετοχή. Ξαναβρήκα την ουσία των σχέσεων της ζωής μου, τους φίλους μου. Έχω φίλους παιδικούς που είναι δίπλα μου 50 χρόνια. Όλοι μου οι παιδικοί φίλοι είναι οι φίλοι μου, συν κάποιοι άλλοι που ήρθαν στην πορεία, αλλά έχω πολύ παρελθόν το οποίο ζει μαζί μου».