Σινεμά: Πώς η πιο κλασική μας έξοδος έφτασε να γίνει ψυχαγωγία κατ’ οίκον;

Γράφει ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης για το Down Town που κυκλοφορεί.

Όταν η κατ’ οίκον ψυχαγωγία γίνεται «κατ’ οίκον κράτησις» ανακαλύπτουμε δι-έξοδο, έστω κι αν πονάει.

Θα το έχετε δει σε μια ελληνική σειρά: Όταν μια παρέα ή ένα ζευγαράκι συζητούν τι να κάνουν το βράδυ, το πιο σύνηθες είναι «πάμε σπίτι να δούμε καμιά ταινία», αντί να πουν «πάμε κανένα σινεμά» ή «κανένα σινεμαδάκι». Αυτό το τόσο απλό είναι που σηματοδοτεί όλο το εύρος της αλλαγής που έχει συντελεστεί κι ας μην του φαίνεται.

Πριν από κάποια χρόνια, φυσικά και θα πρότειναν σινεμά, θα ήταν έξοδος. Με αυτή τη φράση που απηχεί πραγματικά την αλήθεια του καιρού μας, το σινεμά δεν σηματοδοτείται ως έξοδος αλλά ως… είσοδος. Όχι στην αίθουσα, αλλά στο σπίτι. Το σινεμά είναι πια ψυχαγωγία κατ’ οίκον – ως τέτοια ψυχαγωγία αντιμετωπίζεται. Και από εδώ ξεκινούν τα πάντα. Κάποιους τους πονά, άλλοι δεν θέλουν να το παραδεχτούν και κάποιοι άλλοι το βλέπουν όλο αυτό ως κατάσταση σπιτιού, χωρίς πολλά-πολλά και με συνοπτικές διαδικασίες.

Το σινεμά στη συνείδηση των νεότερων ηλικιών αλλά και κάποιων μεγαλύτερων που συνήθισαν αυτή τη νέα
κατάσταση και βολεύτηκαν επίσης από αυτήν, δεν σημαίνει αίθουσα. Σινεμά σημαίνει μόνο ταινία. Και σε αυτή τη βάση στήνονται πλατφόρμες και μεταποιούνται αίθουσες – αν δεν κλείνουν οριστικά. Αυτές που μεταποιούνται δηλώνονται ως «πολυχώροι» – και αν… Και φυσικά έχει προλάβει να καλλιεργηθεί
κι ένα κλίμα ειρωνείας απέναντι σ’ εκείνους που λιγοστεύουν αλλά θεωρούν το σινεμά «αίθουσα» και λοιδορούνται ως «νοσταλγοί» – με τη νοσταλγία σε ρόλο παλαιοημερολογίτη. Σαν να είναι κάτι που τέλειωσε και το σκέπτονται νοσταλγικά όσοι δεν θέλουν να παραδεχτούν την εξέλιξη. Και βέβαια όλο αυτό το περί «νοσταλγίας» εξαντλείται στα θερινά σινεμά ως απότοκος του τραγουδιού του Κηλαηδόνη «Μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά». Μόνο που κι εκείνος στο τραγούδι του για παρελθόν μίλαγε. Το παρελθόν κοιτούσε. Κι έρχεται πάντα η βαριά φιλοσοφική ερώτηση περί «εξέλιξης» κι αν αυτό που συμβαίνει είναι εξέλιξη. Και, αν ναι, τότε προχωρά βαθύτερα ο στοχασμός: «Και είναι για καλό;»

Και η απάντηση πάντα γύρω από την εξέλιξη είναι πως εξαρτάται από το πού έχει
στραμμένο το βλέμμα ο καθένας. Αν κοιτάς την εξέλιξη με το βλέμμα προς τα πίσω τότε η εξέλιξη είναι κατάντια. Αν την κοιτάς με το βλέμμα μπροστά, παραδέχεσαι καταρχάς το παρόν. Κοιτάς προς το μέλλον αλλά επειδή «το μέλλον άδηλον», μένει το παρόν να καθορίζει. Και το παρόν μιλά εύγλωττα.

Η τεχνολογία. Οι πλατφόρμες. Αυτές χάλασαν το σινεμά; Αυτές χάλασαν την αίθουσα; Ή μήπως το σινεμά ερχόταν κατά καιρούς αντιμέτωπο με τις εξελίξεις, όχι μόνο τις τεχνολογικές αλλά ενίοτε και τις κοινωνικές; Αυτό είναι και το αισιόδοξο σημείο, αν θελήσει να σταθεί κάποιος έτσι. Κάποτε η τηλεόραση έκλεισε κόσμο στα σπίτια προσφέροντας ψυχαγωγία αλά σινεμά, μετά ήρθε το πενθήμερο που ο κόσμος καβαλούσε το αυτοκίνητο κι έφευγε για τριήμερο… ύστερα τα videos, μετά τα DVDs και ήρθε κι η σειρά της πλατφόρμας. Και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, με την πανδημία στη συνέχεια και με τον εγκλεισμό αργότερα, ήρθε κι ολοκληρώθηκε η νέα κατάσταση. Κατ’ οίκον ψυχαγωγία ή μήπως, όπως λένε κάποιοι άλλοι, «κατ’ οίκον κράτησις»;

Ο υποφαινόμενος αυτή την ιστορία την έχει ζήσει τρεις φορές. Η πρώτη ήταν όντως βαθιά τραυματική. Τη βίωσα ως απώλεια, σαν να ήρθε η ζωή κι έδωσε μια κλωτσιά στην κατάσταση που ήξερα
και ξαφνικά έμεινα μετέωρος. Ήμουν τότε στα 14-15, όταν με τον «Άγνωστο πόλεμο», το σίριαλ του Νίκου Φώσκολου που είχε κατακτήσει τους θεατές, οι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια για να δουν τη συνέχεια. Μέχρι και οι Χαιρετισμοί είχαν επηρεαστεί. Πρώτα αντιλήφθηκαν το νέο καθεστώς τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών με τις τηλεοράσεις. Μέσα σε ένα χρόνο, είχαν κλείσει τα συνοικιακά σινεμά το ένα μετά το άλλο.

Μου ήταν αδιανόητο να δεχτώ ότι άνθρωποι που πήγαιναν δύο φορές την εβδομάδα στα συνοικιακά, τα οποία άλλαζαν συχνά πρόγραμμα, ξαφνικά έκλεισαν την πόρτα στο σινεμά με απόλυτη αδιαφορία και ασπλαχνιά. Πένθησα. Ήμουν στην αρχή της εφηβείας κι ένιωθα ότι κάποια συμφορά είχε χτυπήσει το σπιτικό μου. Δεν ξαναπάτησα σ’ εκείνες τις γειτονιές. Μου ήταν αδύνατη η διέλευση. Υπήρχε όμως ο Πειραιάς –το Πασαλιμάνι– γεμάτος σινεμά, κι αυτά δεν είχαν πειραχτεί. Ήταν εκεί, ζωντανά. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι θα τα έπαιρνε κι αυτά μερικά χρόνια αργότερα η μπάλα. Βέβαια το προμήνυμα είχε έρθει.

Κυριακή απόγευμα και να βρίσκονται στην αίθουσα δύο άτομα… Έτσι συνέβη κι εκεί. Και έπαψα να περνώ κι από το Πασαλιμάνι κι αρνιόμουν επίμονα να μπω σε εμπορικό κέντρο που είχε ανεγερθεί στη θέση κάποιου σινεμά. Όμως το ίδιο συναντούσα σε όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν πήγαινα. Φυσικά, μέσα μου δεν ήθελα να
παραδεχτώ ότι το σινεμά μπορεί να με αφήσει, να με εγκαταλείψει. Κι εγώ τι θα κάνω, πώς θα ζήσω χωρίς
αυτό; Μιλώ σοβαρά!!! Ήταν πένθος από ορφάνια. Ήταν κάτι σαν νεύρωση εγκατάλειψης.
Το έβλεπα κι έξω: Στη Ρώμη πόσα σινεμά είχαν κλείσει. Και στο Παρίσι πόσα είχαν αλλάξει –αν και αυτοί
επιμένουν–, στη δε Αμερική πραγματικά ένιωσα βαθιά την ταινία του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς «Η τελευταία παράσταση» («The last picture show»). Τι είχε γίνει κι εκεί; Επίσης πανωλεθρία. Τώρα κυριαρχούσαν τα cineplex. Στη Ρώμη και το Παρίσι άλλαζαν τη διαρρύθμιση, διαιρούσαν τις παλιές αίθουσες…

Αλλά το πιο αποκαρδιωτικό που μου είχε συμβεί ήταν στην Κύπρο, όπου για ένα διάστημα, εκεί στο 1985-86, ΟΛΟ ΤΟ ΝΗΣΙ ήταν χωρίς σινεμά. Κάποια που είχαν μείνει νοικιάζονταν για άλλου τύπου εκδηλώσεις. Και στα εδώ νησιά συνέβαινε το ίδιο, αλλά εκείνο, να πάρει η ευχή, είχε και μορφή κράτους.
Τα περάσαμε κι αυτά όμως. «Περάσαμε κάβους πολλούς, πολλά νησιά, τη θάλασσα που φέρνει την άλλη
θάλασσα», για να θυμηθούμε και τον Σεφέρη. Και ήρθε η άλλη θάλασσα. Με την πανδημία. Και η άλλη θάλασσα διατάσσει τη συνέχιση παραγωγής ταινιών, αλλά το πού θα προβληθούν, καθώς και το πώς, καθίσταται δευτερεύον, ή μάλλον της νέας αντίληψης. Κι αυτή η άλλη θάλασσα αποκάλυπτε ένα νησί που ως εκείνη την ώρα το κατοικούσαν μόνο άνθρωποι κάποιας ηλικίας… Το νησί αυτό λεγόταν «Θέατρο».

Μέχρι πριν από κάποια χρόνια παραπονιούνταν ότι η νεολαία δεν πηγαίνει στο θέατρο, το θεωρεί γεροντίστικο και διάφορα άλλα, που βέβαια με την έκρηξη της περιφέρειας είχε αρχίσει κι αυτό να μεταβάλλεται. Με την πανδημία, που έφαγε το σινεμά μια κατραπακιά –η οποία για την ώρα μπορεί να είναι και μοιραία από πλευράς μη ανακάμπτοντος τραυματισμού–, ήρθε το θέατρο και (ξανα)γεννήθηκε. Γέμισε νεολαία. Τα sold-out είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη. Για τη νεολαία, ναι, το θέατρο έγινε έξοδος, τόπος συνάντησης. Το σινεμά το καταναλώνει και σπίτι. Κι άντε σε κανένα cineplex για να δει κάποιο blockbuster ειδικού τύπου. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι; Δεν είναι εκεί το θέμα. Σημασία έχει για ποιους υπάρχουν ερεθίσματα, τι είδους είναι, από πού έρχονται και σε ποιους καταλήγουν.

Το θέατρο κερδίζει στα σημεία. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Είχε ξανακερδίσει στην κρίση αιθουσών των αρχών της δεκαετίας του ’70 όπου ο κινηματογράφος, στον πόλεμο με την τηλεόραση, εγκατέλειπε τα παλιά οχυρά του κι εφορμούσε το θέατρο έτοιμο να τα κατακτήσει για δικά του –σαν κερδισμένα εδάφη σε πόλεμο– και να τα κάνει θέατρα. Όταν γέμισε και η περιφέρεια κι έγινε ένα με το παλιό συνοικιακό θέατρο, η αποκέντρωση μετονομάστηκε κι έγιναν και τα δημοτικά περιφερειακά θέατρα που μετά τον κομματικό έλεγχο πέρασαν στη δική τους δικαιοδοσία επειδή το κοινό τα ήθελε. Εδώ θα σταθούμε. Στο ότι «το κοινό τα ήθελε». Και ο λόγος, όπως αποδεικνύεται, είναι ο εξής απλός: Ότι το θέατρο είναι μεν Τέχνη του Εφήμερου –δεν μπορεί να αφήσει πίσω του κληρονομιά ανθρώπων αφού η παρουσία τελειώνει μετά την παράσταση–, από την άλλη όμως, αυτό το εφήμερο των ανθρώπων του είναι η δύναμή του για την ίδια την ύπαρξή του. Είναι το ΑΜΕΣΟ, το ΖΩΝΤΑΝΟ. Και το άμεσο και ζωντανό καταλήγει αναντικατάστατο. Επειδή δεν σηκώνει υποκατάστατα. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα στην πανδημία. Οι μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις δεν βλέπονταν. Μαγνητοσκοπημένο θέατρο δεν υπάρχει, ούτε φιλμαρισμένο. Μόνο αν πάρεις το έργο και το ξαναγράψεις απ’ την αρχή με κανόνες κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού σεναρίου και το σκηνοθετήσεις με βάση το νέο μέσο.

Το αποτέλεσμα ήταν ο κόσμος να λαχταρήσει την έξοδο και πήγε κι ακούμπησε στο θέατρο μόλις του επετράπη. Το σινεμά είχε μετατραπεί σε ταινίες και μόνο, και πλέον οι ταινίες είχαν να αντιμετωπίσουν ένα νέο ετεροθαλές αδελφάκι: τις τηλεοπτικές σειρές, γέννημα της πανδημίας και μέγας ευεργετημένος από αυτήν. Κι έτσι σε αυτή την άλλη θάλασσα ο κόσμος τρέχει στο θέατρο αν είναι να βγει ή μένει στο σπίτι αν θέλει να δει καμιά ταινία. Διότι υπάρχει και μία ακόμα παράμετρος, που δούλεψε κι αυτή υπέρ του θεάτρου κι εναντίον του σινεμά. Ποια; Η οικονομική εξίσωση. Η οποία κατέληξε και κοινωνική, όπως καθετί οικονομικό.

Στη δική μου παιδική ηλικία, το εισιτήριο του θεάτρου ήταν 50 δραχμές. Του σινεμά στο Πασαλιμάνι είχε 13,5 δραχμές, της συνοικίας 8 και της πιο απόμακρης 7, ενώ στα θερινά έφτανε και τις 5
δραχμές. Σήμερα το εισιτήριο στο θέατρο είναι πάνω-κάτω 15 ευρώ (πλην κάποιων συγκεκριμένων ακριβών
περιπτώσεων) και το σινεμά κοστίζει γύρω στα 8 ευρώ. Ξεφτιλίστηκε και το άνοιγμα της ψαλίδας.’Η το κλείσιμό
της. Διαλέγετε. Τώρα, αν πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται και κάποιο σχέδιο για να μας κλείσουν μέσα… Τι να σας πω; Δεν κοροϊδεύω ποτέ αυτό που δεν ξέρω. Με μπερδεύει λίγο το θέατρο… Αν πονώ για όλο αυτό που συμβαίνει; Μα αν δεν πονούσα δεν θα το έγραφα.

 

Τα σημεία διανομής του περιοδικού DownTown:  https://downtown.gr/poy-tha-vreite-to-neo-downtown-freepress/