Τα κόκκινα φανάρια ανάβουν ξανά

Τα μικρά φωτάκια της ένοχης απόλαυσης ανάβουν με περηφάνια στον Τεχνοχώρο Cartel τον Οκτώβριο, υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Βασίλη Μπισμπίκη.

13 Απριλίου του 1964: Το φιλμ του Φεντερίκο Φελίνι «8½» κερδίζει το Oscar Ξενόγλωσσης Ταινίας. Υποψήφια στην ίδια κατηγορία είναι και μια ελληνική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη, «Τα Κόκκινα Φανάρια». Πρόκειται για τις ιστορίες των εργαζομένων και των πελατών του Phryne’s Bar, του οίκου ανοχής που διευθύνει η Μαντάμ Παρί. Παράνομοι έρωτες, ανεκπλήρωτα πάθη, μικροί συμβιβασμοί και μεγάλες επαναστάσεις κάνουν τα «Κόκκινα Φανάρια» μια ταινία που διαφέρει από τα υπόλοιπα ρετρό μελοδράματα της δεκαετίας του ’60.

Από τον Διονύση Χριστόπουλο

Έρωτας με την πρώτη ματιά

Τα «Κόκκινα Φανάρια» στη θεατρική εκδοχή του Αλέκου Γαλανού ήταν η πρώτη παράσταση που παρακολούθησε ο Βασίλης Μπισμπίκης από ερασιτεχνικό θίασο στο Λουτράκι. Ήταν ο λόγος που αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο. Ο ίδιος είναι ο εμπνευστής και σκηνοθέτης της παράστασης που θα ανέβει το φετινό χειμώνα στο νέο Τεχνοχώρο Cartel, στην περιοχή του Ρέντη – και εκείνη η πρώτη επαφή του με τη θεατρική μορφή των «Κόκκινων Φαναριών» ήταν μόνο η αφορμή. «Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη ανάγκη μου είναι να ασχοληθώ με τους ανθρώπους του περιθωρίου. Έχω ιδιαίτερη σχέση με τις trans, τις ιερόδουλες, τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό που ονομάζουμε περιθώριο. Έχουν παίξει ρόλο στη ζωή μου, με έχουν βοηθήσει και ήθελα να μιλήσω γι’ αυτούς», λέει.

 

Ξαναπλάθοντας την ιστορία

Το κείμενο του Αλέκου Γαλανού θα παρουσιαστεί πολύ διαφορετικό στη σκηνή του Cartel. Ο Βασίλης Μπισμπίκης εξηγεί: «Το έργο το φέρνουμε στο 2021. Ο χώρος έχει διαμορφωθεί όλος σε ένα underground club. Κρατάμε τους ήρωες και τα ονόματα, αλλά οι ρόλοι γίνονται όλοι trans. Από το αρχικό κείμενο δεν έχει μείνει τίποτα. Ξαναγράφεται μέσα από τη διαδικασία της πρόβας.»

 

Δύο θρύλοι του queer

Στην παράσταση συμμετέχουν όλοι οι ηθοποιοί της ομάδας Cartel και δύο μυθικοί performers που έχουν χαράξει τη δική τους πορεία στη σκηνή και τη ζωή. Από τη μία ο Δημήτρης Παπάζογλου, χορευτής και χορογράφος, persona της σκηνής. «Ο Δημήτρης θα κάνει το ρόλο της Κατερίνας, της υπηρέτριας, της λεκανατζούς που λέγαμε. Τον γνώριζα, είχα συνεργαστεί μαζί του και θεώρησα ότι μέσα από την εμπειρία του θα βοηθήσει πολύ. Είναι τέλειος στις πρόβες, πολύ συνεργάσιμος και υπέροχος», θα πει για εκείνον ο Βασίλης Μπισμπίκης. Από την άλλη, η μυθική Μπέττυ Βακαλίδου. Η διάσημη trans, συγγραφέας και ηθοποιός, θα υποδυθεί τη Μαντάμ Παρί, την πιο δυναμική φιγούρα του έργου, που στο τέλος μένει μόνη κοιτάζοντας από το παράθυρο μια εποχή που αλλάζει. «Η Μπέττυ έχει τη διάθεση να μπει μέσα στο θίασο, να ακούσει και να εξελιχθεί. Είναι πραγματικά συγκινητικό το πάθος που δείχνει. Μας λέει ιστορίες από τη ζωή της και βοηθά πολύ στην πρόβα», σχολιάζει ο εμπνευστής και σκηνοθέτης της παράστασης. Στην αρχική αναγγελία του έργου, ο Βασίλης Μπισμπίκης ήταν αυτός που θα ενσάρκωνε το ρόλο της θρυλικής Μαντάμ Παρί: «Δεν έχω χρόνο να το κάνω. Από την άλλη, θεώρησα ότι το ρόλο της Παρί καλό είναι να τον κάνει κάποιος που έχει μια ιστορία πίσω του. Να φέρει πάνω στη σκηνή κάτι άλλο. Όπως και να το κάνουμε, η Μπέττυ θα είναι καλύτερη από μένα.»

Το underground που μετασχηματίζεται

Πέρα από τα πάθη και τις εντάσεις, την ηθογραφία της Τρούμπας του ’60 και το συγκινητικό μελόδραμα, τα «Κόκκινα Φανάρια» –μια underground «Αυλή των Θαυμάτων»– φέρνουν στο φως μια εποχή που μετασχηματίζεται. «Η εποχή αλλάζει. Αυτό που δεν αλλάζει είναι οι άνθρωποι», παρατηρεί ο Βασίλης Μπισμπίκης. «Με γοητεύουν οι άνθρωποι που είναι ακραίοι, που έχουν ψυχώσεις. Αν έχεις ψυχώσεις σημαίνει ότι έχεις βγει από τα όρια. Από την άλλη, ασχολούμαι με αυτό που ονομάζουμε περιθώριο επειδή θέλω να μην υπάρχει πια. Δεν θέλω να βλέπω εξαθλιωμένους ανθρώπους.»