«Όταν το μυαλό σου φωνάζει “έκρηξη”, σπρώξε τη σκέψη σου μακριά. Αλλού. Σε αυτά που θα έρθουν. Σε μέρη και ανθρώπους που δίνουν αξία στη ζωή. Έτσι γίνεται το κουράγιο και καθόλου αλλιώς», είναι το motto της Εύης Γκριντέλα-Καρατζά.
Στέλεχος στα περιοδικά του Λυμπέρη Vogue και Lifestyle και για οκτώ χρόνια διευθύντρια του L’ Officiel. Κοσμική persona για τουλάχιστον 20 χρόνια και πολυταξιδεμένη jet setter, με λαμπερό και πολύ πλούσιο lifestyle. Μέχρι που τα έχασε όλα. Και εκεί ακριβώς που έμεινε με ένα ευρώ στην τσέπη, ανακάλυψε κάτι πολύ πιο σημαντικό απ’ όλα. Κάτι που είχε βάλει στην άκρη: τον εαυτό της και τις δικές της ανάγκες. Και έκανε επανεκκίνηση. Τώρα, έχει τη δική της εταιρεία ρούχων, το Shirt Dresses και οι δημιουργίες της έχουν ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα και πωλούνται στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στο Ντουμπάι.
«Ήμουν πολύ τυχερή γιατί έζησα τις πολύ έντονες εποχές αφθονίας από μέσα. Και αυτό κράτησε πολύ. Από το 1990 έως το 2010 είναι είκοσι χρόνια, σχεδόν μια ζωή. Παντού υπήρχε καλή διάθεση και χρήματα και η αίσθηση ότι όλο αυτό το party θα κρατούσε για πάντα. Ήμουν οκτώ χρόνια διευθύντρια στο περιοδικό L’ Officiel και πριν στον Λυμπέρη και έπαιρνα ένα πολύ μεγάλο και αξιοζήλευτο μισθό. Πήγαινα διακοπές σε απίστευτα μέρη και μαζί με τον πρώην άντρα μου, τον Μίλτο Καρατζά, που τότε ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς άντρες της δισκογραφίας, βρισκόμασταν στα καλύτερα τραπέζια, στα καλύτερα ξενοδοχεία, στα καλύτερα parties. Και όλο αυτό έσκασε. Σε πληροφορώ ότι τώρα, που είμαι οικονομικά πάρα πολύ διαφορετικά και μετράω και το τελευταίο πεντάευρω, είμαι πολύ καλύτερα. Ίσως γιατί είμαι σε μεγαλύτερη σύνδεση με τον εαυτό μου και με το τι πραγματικά θέλω. Σήμερα, δουλεύω πολύ σκληρά, έστησα μια δική μου επιχείρηση από το μηδέν, που πάει εξαιρετικά καλά, είμαι μόνη μου στην προσωπική μου ζωή και έχω απεριόριστη ευγνωμοσύνη. Δουλεύοντας με τον εαυτό μου και επειδή έχω περάσει και όλες αυτές τις καταστάσεις, μπορώ να βιώσω τα πράγματα πολύ διαφορετικά και να με γεμίζουν πολύ περισσότερο τώρα. Ένα ταξίδι, ένα καλό ξενοδοχείο, ένα καλό φαγητό, έχουν άλλη αξία πια από εκείνες τις τρελές εποχές που κράτησαν και πολύ, περίπου 25 χρόνια».
Η έμπνευση για το brand της
«Η έμπνευση ήρθε από αυτό που αποκαλούσαν παλιά οι γυναίκες σεμιζιέ. Το πουκαμισοφόρεμα. Ο Yves Saint Laurent το έβγαλε πρώτος. Υπήρχε το είδος σεμιζιέ και στα 50s, αλλά ο YSL το επέβαλε. Δηλαδή, παίρνοντας στοιχεία από την αντρική γκαρνταρόμπα, έδωσε στη γυναίκα αυτή την απελευθέρωση στην κίνηση. Έχω απίστευτο και τεράστιο θαυμασμό για την προσωπικότητά του και για εκείνον. Πήγα στο Μαρόκο πρόσφατα και ενθουσιάστηκα. Σαν να πήγαινα πρώτη φορά, ασχέτως αν έχω πάει άπειρες φορές. Έχοντας αυτή την ιδέα για το shirt dress, το έβαλα πείσμα και μου έλεγαν όλοι: “Tι πας να κάνεις το shirt dress, ποιος το ξέρει στην Ελλάδα;”. Αλλά εγώ το πίστευα. Σαν να είχα δει ότι αυτό αφορούσε πολλές γυναίκες και θα είχε επιτυχία. Αυτό το brand το λατρεύω, γιατί με έχει σώσει. Μου έχει δώσει μια καινούργια ευκαιρία στη ζωή. Στο εξωτερικό, το story μου τους αρέσει και τους συγκινεί. Δηλαδή, το πώς μια γυναίκα στα 50 έχει μια δεύτερη ευκαιρία και κάνει μια δεύτερη καριέρα με επιτυχία. Και όλες αυτές οι επιρροές που είχα από την καριέρα μου στα περιοδικά μόδας αποτυπώνονται και στα ρούχα. Έχουν επιρροή από Chanel, Balenciaga, από ταξίδια, από πάρα πολλά που αφορούν την προηγούμενη ζωή. Γιατί και εγώ αγόραζα γκαρνταρόμπες ολόκληρες, ήμουν και fashion victim. Όταν ήμουν στα περιοδικά, πήγαινα στα μαγαζιά και αγόραζα όλη την γκαρνταρόμπα Balenciaga, Prada, Gucci, YSL. Έδινα πάρα πολλά χρήματα, γιατί το ήθελα».
Οι δύο όψεις του ίδιου προσώπου
«Όταν ήμουν στα περιοδικά και έκανα αυτήν τη super luxurious ζωή, έδειχνα ευτυχισμένη, όμως στην ουσία δεν ήμουν. Σαφώς ήμουν κομμάτι αυτού του συστήματος και υπηρέτησα αυτόν τον επιφανειακό τρόπο ζωής. Το διασκέδασα, αλλά όλο αυτό είχε και ένα ισχυρό τίμημα. Επειδή ο Μίλτος ήταν τότε πολύ πετυχημένος, η ζωή μας τραβούσε πολύ τα φώτα της δημοσιότητας. Ζούσαμε σε ένα τεράστιο βαρύ σπίτι στα Μελίσσια και έκανα τραπέζια που ήταν καλεσμένοι όλοι οι λαμπεροί άνθρωποι της πόλης. Τον έζησα αυτόν τον ρόλο, τον έπαιξα καλά και με κέφι. Δηλαδή, δεν ήμουν απλώς διακοσμητική, δεν ήμουν η σύζυγος, ήμουν και εγώ κατά κάποιον τρόπο παράγοντας. Από την άλλη, όλο αυτό είχε κούραση. Τα καλοκαίρια, τα περνούσαμε στη Μύκονο. Αλλά διαφορετικά απ’ ό,τι είχα μάθει. Πριν να γνωρίσω τον Μίλτο, πήγαινα στη Μύκονο και ήμουν χίπισσα. Πήγαινα με τις παρέες μου, κάναμε γυμνισμό, κοιμόμασταν στις παραλίες. Με τον Μίλτο, ξαφνικά, πήγα ως κυρία Καρατζά και για να ταξιδέψω έπρεπε να κουβαλήσω τουλάχιστον δύο μπαούλα με ρούχα για να κάνω διαφορετικές εμφανίσεις κάθε βράδυ. Ήταν τέτοιες οι εποχές που όλοι κοιτούσαν τι φοράω, τι κάνω και σαφώς δεν έπρεπε να εμφανιστώ με το ίδιο φόρεμα δύο φορές. Αλλά και εγώ το έκανα αυτό με τις άλλες που ήταν στο νησί. Έμπαινα και εγώ στη διαδικασία της κριτικής και της σύγκρισης. Μετά, όταν έκανα τα παιδιά, ειδικά τα πρώτα χρόνια, έκλαιγα γοερά στο σπίτι προτού πάω στη Μύκονο. Έκλαιγα γιατί ήταν μεγάλη κούραση για μένα να έχω δύο μικρά παιδιά, να πρέπει να ντύνομαι, να φτιάχνομαι, να βγαίνω το βράδυ, να ξενυχτάω, να μην μπορώ να ξυπνήσω το πρωί, αλλά να ξυπνάω και να τρέχω με τα παιδιά. Και δούλευα. Όταν γέννησα, δε, το δεύτερο παιδί μου, την κόρη μου, είχα φτιάξει και το μαγαζί του Γαβαλά και ήμουν απασχολημένη 24 ώρες το 24ωρο. Θέλω να πω ότι, ναι, αυτήν τη ζωή την έζησα, αλλά ήταν και κουραστική για μένα, όπως και για πολλούς άλλους που γνωρίζω. Δηλαδή, είχα να μεγαλώσω δύο παιδιά, είχα την καριέρα μου, την καριέρα του Μίλτου που βασιζόταν πάρα πολύ σε μένα, είχα την κοινωνική μου ζωή, ήμουν οικοδέσποινα, είχα να πάω σε κοσμικά parties. Ναι, ακόμη και τα parties σαν δουλειά τα έβλεπα. Ήταν σκληρός, εξοντωτικός ο ρυθμός. Απλώς ήμουν νέα και όλη αυτή η ευδαιμονία που σου λέω μου έδινε καύσιμο. Αλλά τώρα που το βλέπω από απόσταση, εγώ αλλά και όλοι οι άνθρωποι που δουλεύαμε στη μόδα, στα περιοδικά, στη δισκογραφία, στην τηλεόραση, εξαντλούσαμε τους εαυτούς μας. Είχα φίλες που είχαν την ευχέρεια και δεν δούλευαν ή είχαν κάποιους συζύγους που τους έδιναν τα πάντα. Εγώ ήθελα να δουλεύω και ας υπήρχαν και αυτοί που έλεγαν: “Αχ, η Εύη έχει τον Καρατζά και αυτός της ανοίγει τις πόρτες για τις δουλειές”. Ποτέ δεν ίσχυε αυτό».
Τα ήσυχα βράδια στην Πλάκα
«Μπήκα σε αυτό το σπίτι αρχές Απρίλιου, λίγες μέρες πριν από τα γενέθλιά μου. Είμαι σε μια φάση που θέλω καθαρότητα στη ζωή μου, αφαίρεση, φωτεινά χρώματα, αέρα – και έτσι το διακόσμησα. Μου αρέσει που είναι ψηλοτάβανο. Χαίρομαι την κάθε στιγμή σε αυτό το σπίτι. Ξυπνάω και κάνω τον σταυρό μου. Είμαι ευτυχισμένη που ζω εδώ. Λέω: “Τι ευτυχία να έχω αυτήν την ομορφιά και να τη βλέπω”. Το διακόσμησα με παλιά έπιπλα που τα βρήκα ένα-ένα. Κάποια από αυτά είναι του Σαρίδη, τα πολύ vintage, κάποια είναι Βαράγκης, κάποια είναι 50s. Μετά, είναι πράγματα που τα έχω φέρει από ταξίδια – τα βάζα, οι δίσκοι. Από παλιατζίδικα, από ειδικά καταστήματα. Άλλαξα τα υφάσματα, τα ανανέωσα και σιγά-σιγά νιώθω πως είναι ένας πολύ ιδιαίτερος χώρος. Έχω βρει πολύ καλούς τεχνίτες, έχω βρει άκρες καλές με τα υφάσματα, έχω βρει έναν πολύ καλό ταπετσέρη. Φαντάστηκα μια ζωή εδώ. Να με ευλογήσει ο Θεός να μείνω για πάντα και να μπορώ να το μοιράζομαι με την οικογένειά μου και τους ανθρώπους μου. Μου αρέσει να κάνω τραπέζια και να καλώ τον Μίλτο, τα παιδιά μου, που είναι πια 25 και 26 χρονών, τους φίλους μου. Μου αρέσει το art de la table. Και είμαι τυχερή γιατί είναι ένα παλιό αρχοντικό στην Πλάκα, του 1925, και μου το έδωσαν επειδή με γνώριζε από παλιά η μεσίτρια και με εμπιστεύτηκαν. Ξέρεις, τα παλιά σπίτια έχουν πολλή δουλειά, αλλά έχουν χιλιάδες ιστορίες. Και τώρα εδώ θα γράψω τη δικιά μου».