Η συσκευή είχε χαλάσει, μα δεν ήταν η συσκευή μόνο, τι ανοησίες ήταν αυτές που σκεφτόταν ο Ζεν, στην πραγματικότητα τίποτα δεν λειτουργούσε πλέον σωστά μέσα σ’ εκείνο το σπίτι. Κι αν δεν είχε φτάσει ακόμα σε σημείο να σέρνεται στο πάτωμα με τα σάλια να κρέμονται απ’ το στόμα του, με το ένα πόδι πρησμένο απ’ την ακινησία και τα μάτια του να θαμπώνουν απ’ την κάπνα και την απελπισία, ήταν επειδή είχε γεννηθεί μέσα του εκείνη η τελευταία ελπίδα, μια λαχτάρα πρωτόφαντη και ζωντανή, που φώλιασε στην καρδιά του την προηγούμενη νύχτα. Ούτε θυμόταν πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που ξέσπασε αυτή η συμφορά, ο χρόνος δεν είχε άλλωστε καμία σημασία, όταν είναι κανείς εγκλωβισμένος σε ένα σπίτι, εκλιπαρεί μόνο να μην τελειώσουν τα τρόφιμα πριν ξαναπεράσει το τάγμα εφεδρειών να τον προμηθεύσει μέχρι και την επόμενη αποστολή, ποιος ξέρει πότε. Στον ύπνο του έβλεπε ανθρώπους, ότι βρίσκεται μαζί τους σε μια μεγάλη σάλα και συζητάνε μεγαλόφωνα, κάποτε ξεσπάνε σε δυνατά γέλια, κρατάνε στα χέρια τους ένα ποτήρι κρασί και έτσι σβήνει η νύχτα, με μια αρμονία που ταιριάζει ανάμεσα στους ζωντανούς. Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε δει άνθρωπο; Μάλλον ο τελευταίος που αντίκρισε ήταν η μητέρα του, ή ίσως το μικρό εκείνο αγοράκι στο σούπερ μάρκετ, όλα ήταν ξεθωριασμένα, έμοιαζαν να ανήκουν σε μια προηγούμενη ζωή, σε ένα άλλο διανοητικό σύμπαν, στο οποίο δεν είχε τώρα πρόσβαση. Από μακριά, όταν τολμούσε να τραβήξει τις κουρτίνες, έβλεπε τις σκιές των υπολοίπων στα απέναντι κτίρια, συχνά ανθρώπινες φιγούρες τον χαιρετούσαν με τρομακτικά νεύματα, ήταν σαν σκιάχτρα, απομεινάρια του εαυτού τους, δεν ξεχώριζαν μορφές μέσα σε αυτό το νεφελώδες γκρίζο τοπίο, το δηλητήριο έπεφτε ακόμα σαν καυτή λάβα διάσπαρτα στην πόλη, έλιωνε την άσφαλτο και οτιδήποτε τολμούσε να γεννηθεί, επρόκειτο για μια κατάρα χωρίς τέλος.
Όμως, μέσα στην εφιαλτική αλήθεια εκείνων των ημερών, ήρθε εκείνη η σκέψη και όλα πήραν έναν άλλον δρόμο, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει από την αρχή, χωρίς να γνωρίζει ακόμα όσα θα ακολουθούσαν. Υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να τρέμει ακόμα και το ενδεχόμενο μιας τέτοιας περίπτωσης, όμως από την πρώτη νύχτα παρατήρησε στον τοίχο το ίχνος μιας σκιάς, και εκείνη, τη δεύτερη, μια υποψία σώματος, και όσο έφευγαν οι μέρες με αυτή την πνευματική αφοσίωση, δεν άργησε να ξεπηδήσει μπροστά του αυτός ο άνθρωπος, με σάρκα και οστά, συνομήλικός του, με καθαρό πρόσωπο και καλοσυνάτα μάτια, είχε δημιουργηθεί απ’ αυτή την ιδιότυπη προσευχή, ήταν ξεκάθαρα ένα δικό του έργο. Και στο τέλος, μετά από μερικές μέρες ή ώρες, μέσα σ’ αυτή τη μεταφυσική δίνη, ούτε κι ο ίδιος δεν θυμόταν τι είχε ακριβώς συμβεί, βρέθηκε απέναντί του απλά ένας πραγματικός άνθρωπος. Καθόταν ήρεμος στον απέναντι καναπέ. Κοιτάζονταν επίμονα, κανείς δεν έβγαζε λέξη, μέχρι που ο Ζεν σκέφτηκε ότι έπρεπε να του μιλήσει πρώτος. Και τον ρώτησε το όνομά του ή κάτι παρόμοιο, εκείνος απάντησε με την ίδια γαλήνη που είχε στην όψη, είπε ένα όνομα, ψιθύρισε και κάτι άλλο, δεν ακούστηκε, μα όσο κι αν ήταν ασαφής ο τρόπος που εκφραζόταν, ο Ζεν πλημμύρισε από χαρά, ήταν πραγματικότητα, ένας άνθρωπος βρισκόταν μαζί του, θα έπρεπε να βγει στο μπαλκόνι και να ουρλιάζει από ευδαιμονία, όμως αρκέστηκε στο να τον παρατηρεί, χωρίς έντονες αντιδράσεις. Έτσι έφυγε η πρώτη νύχτα, αλλά και η δεύτερη, μέχρι που ο άλλος άνθρωπος σηκώθηκε απ’ τη θέση του και θέλησε να κάνει μερικά βήματα στο σαλόνι. Διέσχισε τον χώρο με απαλό βήμα και επέστρεψε στη θέση του. Τότε, ποτέ δεν κατάλαβε ποιος διάολος μπήκε μέσα του, του έκανε μια παρατήρηση, ότι πρέπει να περπατάει έχοντας βγάλει τα παπούτσια του, γιατί το χαλί λερώνει πολύ εύκολα. Ο άλλος άνθρωπος δεν αντέδρασε, όμως τις επόμενες μέρες άνοιξε το ψυγείο και έφαγε πέντε κομμάτια χοιρινό και δυο αβγά, και τότε ο Ζεν έγινε έξαλλος μαζί του γιατί ακόμα και ένας τρελός γνωρίζει πως κανείς δεν ακουμπάει το αγαπημένο του χοιρινό και τα αβγά δεν περισσεύουν και, για να μην τα πολυλογούμε, κάθε μέρα ο άλλος άνθρωπος είχε και από μια νέα απαίτηση, να κοιμηθεί στο κρεβάτι, να κάνει μπάνιο με αφρόλουτρο, να δει τηλεόραση, να ακούσει μουσική, και δεν άργησε να έρθει η ώρα που τον είχε πια σιχαθεί με όλες αυτές τις τρέλες. Σύντομα, ο μεγάλος ενθουσιασμός για τον ερχομό του έγινε δυσφορία, αποφάσισε να του μιλήσει, να τον συνετίσει, του είπε με γλυκό τρόπο ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί όσα του ανήκαν, θα πρέπει να αποκτήσει δικά του πράγματα, ο άλλος άνθρωπος τον κοιτούσε χωρίς να αντιδρά, μα γρήγορα φάνηκε ότι δεν τον κατάλαβε, αφού το ίδιο βράδυ κιόλας έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και την επομένη ξάπλωσε στο κρεβάτι να ξεκουραστεί και όλα αυτά έμοιαζαν αδιανόητα, ο Ζεν δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, το κρανίο του έκαιγε, τα χέρια του έτρεμαν από ανημποριά και θυμό. Μια από τις επόμενες νύχτες, τον άφησε να κοιμηθεί στο κρεβάτι, πέρασαν δύο ώρες, τρεις, αρκετές ήταν, και πήγε από πάνω του να τον αποτελειώσει, με ένα μαξιλάρι να του κόβει τη ζωή, αρκετό χοιρινό έφαγε, αρκετή μουσική άκουσε, δεν χωράει εδώ άλλος άνθρωπος.
* Το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα Δημήτρη Σωτάκη, Ο Μεγάλος Υπηρέτης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.