14 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για την πανδημία: Βασίλης Αμανατίδης

Ο Βασίλης Αμανατίδης ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του DownTown για μια ιστορία με έμπνευση από την εποχή του κορονοϊού με «Το πόμολο στη γλάστρα», που είχε εκδοθεί σε συλλογή διηγημάτων τον Δεκέμβριο, αλλά είναι σαν να απηχεί ακριβώς αυτό που ζούμε...

Φωτογραφία: Κ. Ηλιοπούλου

ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 3241

«Τι µάθαµε λοιπόν σήµερα;»

«Ότι δε βγαίνουµε ποτέ απ’ το σπίτι “µέχρι νεωτέρας”…»

«Γιατί;»

«Γιατί υπάρχει µόνο µέρα, γιατί καίει πολύ, γιατί υπάρχει το “ανεξέλεγκτο”…»

«Τι σηµαίνει “ανεξέλεγκτο”;»

«Σηµαίνει αυτό που όποιος βγει έξω παθαίνει κατάληψη απ’ αυτό».

«Γιατί;»

«∆εν ξέρουµε. “Μέχρι νεωτέρας”».

«Τι µας διδάσκει αυτό;»

«Ότι φορούµε πάντα πιτζάµες, για να συνηθίζουµε στον ύπνο και για να µη θέλουµε να βγαίνουµε έξω, και έτσι να γλιτώνουµε».

«Άρα;»

«Ο ύπνος θα µας σώζει».

«Μέχρι πότε;»

«“Μέχρι νεωτέρας”».

«∆ηλαδή…»

«Μέχρι να µας το πουν από την τηλεόραση».

«Έτσι µπράβο, αγόρι µου. Είδες τι έπαθε ο πατέρας σου που βγήκε…»

«Ναι».

«Και δε θα βγάζουµε τη µάσκα ύπνου ούτε µες στο σπίτι, παρεκτός…»

«… κι αν είναι απαραίτητο».

«Τυχερά είστε εσείς που γεννηθήκατε µετά την απαγόρευση. ∆εν έχετε µνήµες “κοντινότητας”. Έλα, πες την προσευχή σου τώρα…»

«Όµως τι είναι αυτό εκεί που πετάει, µαµά;»

«Α, µια πυγολαµπίδα είναι! Υπάρχουν ακόµη; Από πού µπήκε µε κλειστά παράθυρα;»

«Βγήκε από το χώµα µες στη γλάστρα;…»

«Αυτό δε γίνεται… Όµως ωραίο αυτό το χώµα µες στη γλάστρα… Έλα, φτάνει τώρα, την είδες. Βάλε πάλι τη µάσκα. Και πες την προσευχή σου, αγόρι µου, ακούω…»

 

Τα µέτρα πάρθηκαν προ οκταετίας. Ανακοινώθηκαν αρχικά από την τηλεόραση. Συνέστησε: παραµονή εντός των ορίων της οικίας, αποχή από συνευρέσεις σε εξωτερικούς χώρους. Αισιοδοξία, και κλειστά παντζούρια για τεχνητό βράδυ. Μαύρες κουρτίνες. Χαµηλά ή κλειστά φώτα, για αναπλήρωση νύχτας. Συχνή πόση χαµοµηλιού για χαλάρωση, νυχτικό ένδυµα, µάσκες ύπνου. Προσπάθεια αποµάκρυνσης από τις πόρτες. Η λέξη «πόρτα» κρίνεται ηµιαπαγορευµένη. Τα νέα επίσηµα λεξικά την παραλείπουν. Ο κόσµος τη χρησιµοποιεί.

 

ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 523

Έβγαλε για λίγο τη µάσκα ύπνου από τα µάτια της και διάβασε το γράµµα στην οθόνη. Μετά την έβαλε ξανά, µε έναν αναστεναγµό ανακούφισης: σκοτάδι πάλι. Κάθισε αµέσως να του γράψει:

«“Άκουσέ” µε. Αν πλησιάσω την πόρτα, µπορεί να µου ’ρθει κι εµένα να βγω έξω… Μα δεν το κάνω, όσο κι αν το θέλω. Όχι, δεν είναι καθόλου σοφό. Απλώς, µην πλησιάζεις πολύ την πόρτα του σπιτιού σου… Άκουσες την πρόσφατη απαγόρευση; Σίγουρα πέρασε το συνεργείο αφαιρέσεως από το σπίτι σου… Χάρηκες που είδες κάποιον; Εγώ χάρηκα πάρα πολύ… Κι ας φορούσε πανοπλία λαµαρίνας. Κι ας αφαιρέσαν όλα τα πόµολα και µε σφραγίσαν µέσα. Ελπίζω να µην έχεις κρατήσει δεύτερο πόµολο ή κλειδί, αν και το αποκλείω – αυτοί τα βρίσκουν όλα µε το ειδικό µηχάνηµα. “Κλειδοφάγος” λέγεται, βρίσκει όµως και πόµολα. Η τηλεόραση λέει πως η ποινή για απόκρυψη πόµολου είναι τροµερή. Μα θα σου το ξαναπώ, “Αντώνιε”: προσπάθησε να ηρεµήσεις. ∆εν έχει νόηµα να πηγαίνεις κόντρα σ’ αυτό που συµβαίνει…»

Πάλι γεµάτο αλλόκοτες ιδέες ήταν το µέιλ του «Αντώνιου». Της έγραφε πως σήµερα θα βγει στο δρόµο, τελείωσε. Και ό,τι γίνει. Ότι δεν άντεχε άλλο, καθόλου. Θα έρθει λέει να τη βρει… Τα τελευταία χρόνια η σκέψη της δεν τον αφήνει πια να κοιµηθεί. Θέλει να κάνουν πάλι έρωτα, να θυµηθεί το σώµα της.

Ψυχωσική παράκρουση ξανά; Πώς θα µπορούσε να τον συνετίσει; Είδε κι έπαθε την περασµένη εβδοµάδα να τον πείσει πως η ιδέα του να βρεθούν οι δυο τους στο πάρκο, σε κοινή θέα, έξω, µες στην απόλυτη µέρα, ήταν πέρα από κάθε λογική. Ραντεβού; Είχε χρόνια να ακούσει µια τέτοια τρέλα. Ούτε καν από αυτόν, που, όσο θυµόταν, ήταν πάντα του παρορµητικός. Νά που εννιά χρόνια προειδοποιήσεων και απαγορεύσεων τον αφήνουν αναλλοίωτο…

Σκέφτηκε για λίγο πώς έπρεπε να συνεχίσει το γράµµα. Ένα επίµονο έντοµο χτυπιόταν πάνω στη µάσκα ύπνου της, µα δεν την έβγαλε να δει τι έντοµο. Έκανε απότοµα µε το χέρι της σκρατς πάνω στο µαύρο ύφασµα, έπιασε εκεί το λιωµένο µε δείκτη και αντίχειρα και το πέταξε πιο πέρα.

«Γιατί πώς µπορώ να είµαι σίγουρη», άρχισε να γράφει, «πως αν βγω, δε θα συναντήσω κάποιον στο δρόµο; Έναν παράτολµο τρελό ίσως, που βγήκε γιατί δεν άντεξε. Και ποιος µου λέει αν τη στιγµή εκείνη ο τρελός δε συναντήσει άλλους δυο-τρεις πιο κάτω. Κι αν συνασπιστούν και γίνει επιδροµή; Αν τους πιάσει το “ανεξέλεγκτο”; Ή αν, µόλις βγω, καταληφθώ εγώ; ∆εν είναι ακριβές πώς προκαλείται. Μα αφού είµαστε προειδοποιηµένοι… Γιατί κι εγώ θέλω να βγω “Αντώνιε”, πίστεψέ µε. Μακάρι να είχα µια λαµαρίνα στα µέτρα µου… Αλλά δε βγαίνω γιατί δε βρίσκω.

»Α, νά κάτι τελευταίο – το ανακοίνωσαν στο δίκτυο, αν και δεν το είπε η τηλεόραση ακόµη. Θα περάσει συνεργείο από όλη την πόλη µέσα σε λίγες µέρες (στο εξωτερικό συνέβη ήδη). Θα µοιράσουν λέει χώµα και µια γλάστρα σε κάθε σπίτι. Μήπως µας δίνουν χώµα γιατί έτσι κλεισµένοι στερούµαστε από φύση; Μας φροντίζουν; Γιά σκέψου… Η γλάστρα όµως; Λέω µήπως τον άλλο µήνα φέρουν µαζί και κανένα σπόρο – κάτι να φυτρώσει! Αυτό θα ήταν ωραίο…

»Και µην ανησυχείς, έχουµε ο ένας τον άλλον. Γιατί θα σου γράψω πολλά γράµµατα ακόµη, θα µου γράψεις κι εσύ… Αγάπη µου, τι τις θες τις συναντήσεις; Και να θυµάσαι: µη βγάζεις συχνά τη µάσκα ύπνου! Γράφε µου πάντα µε τυφλό σύστηµα, είναι ασφαλέστερο έτσι.

»Σε φιλώ σαν όλες οι νύχτες µαζί,

»η “Κλεοπάτρα” σου».

 

Εννιά χρόνια πριν σταµάτησε σταδιακά η νύχτα. Ξεκίνησε από το Βόρειο Ηµισφαίριο η απαστράπτουσα συνεχής ηλιακή ηµέρα. Καυτερός ήλιος, µόνιµος, καυσωνικός. Προχώρησε στο Νότιο Ηµισφαίριο µέσα σε τρία χρόνια. Παρατηρήθηκε αµέσως, επιβεβαιώθηκε γρήγορα: από κάθε κοινωνική συνεύρεση σε χώρους εκτός οικίας εκκινούσε πλέον κύµα τροµερής βίας. Όποιος αγνοεί την απαγόρευση και βγαίνει, ξεκινάει αναιτίως επιδροµές και βανδαλισµούς. Σκοτώνονται µεταξύ τους. Χτυπούν ό,τι κινείται. Φωνάζουν: «Νά τη!…».

 

ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 18342

«Καλή µου “Γαλάτεια”,

»Τόσα χρόνια κι ακόµη δε συνήθισα το νέο σου “όνοµα”… Υπακούω όµως στις οδηγίες. ∆ε θέλω να σε νοσταλγήσω περισσότερο λέγοντάς σε µε το πραγµατικό σου. Αλλά και πάλι δε µου έγραψες εχθές, ούτε προχθές. ∆εν πειράζει. Κάποια στιγµή θα µου γράψεις, έτσι δεν είναι;

»Τα νέα µου: Εχθές έφεραν από το συνεργείο τη γλάστρα µε το χώµα. Φορούσαν όλοι λαµαρίνες, µοιάζαν µε τους παλιούς ιππότες. Μου είπαν να αγγίζω το χώµα κάθε φορά πριν κοιµηθώ. Ότι θα µε ηρεµεί. ∆εν τους πιστεύω. Νοµίζω πως το κάνουν για να λύσουν µακροπρόθεσµα το θέµα των νεκρών µέσα στα σπίτια. Το τωρινό σύστηµα ταφής τούς στοιχίζει περιττές µετακινήσεις και είναι πολυέξοδο. Σχεδιάζουν υποθέτω ένα σύστηµα αυτοταφής – έχω κάποιες πληροφορίες από το γιο µου στη Νέα Υόρκη. Τα ίδια κι εκεί. Μου είπαν πως θα µου φέρουν σε µια βδοµάδα κι άλλη γλάστρα µε χώµα, και µετά άλλη. Θα τους απογοητεύσω. Εξήντα επτά σε λίγο, µα λέω να ζήσω άλλα τριάντα χρόνια. Θα χρειαστεί να κάνουνε πολλές διαδροµές…

»Ευτυχώς που λειτουργεί το κλιµατιστικό. Ο ήλιος έξω είναι ανυπόφορος και η λαµαρίνα του σπιτιού δεν προστατεύει αρκετά. Όµως αποφεύγω να βάζω τη µάσκα ύπνου, κουράστηκα πια να κοιµάµαι. Αν υπήρχε µόνο λίγη νύχτα… Να τη νιώσω στο δέρµα µου σαν µαλακό κάρβουνο, έστω από µακριά… Τώρα, για µένα, νύχτα είναι µόνο το πραγµατικό σου όνοµα. ∆εν το ξεστοµίζω ποτέ. Το κρατάω µέσα µου κρυφό και µαύρο σαν χαβιάρι. Αλλά το σκέφτοµαι την ώρα του ύπνου και µε µαυρίζει ωραία από βαθιά. Μόνο τότε µπορώ να πω “Νύχτωσε!”, να κλείσω τα µάτια και να κοιµηθώ. Μα, ξέρεις, δε γράφω πια ποιήµατα, “Γαλάτεια”…

»Προχθές πάλι κοιτούσα το κλειστό κατάστηµα στη γωνία. Έχει µείνει κι αυτό µε τις λαµαρίνες γύρω – όπως κι όλη η πόλη. Κάθετες, κοφτερές. Αστείο δεν είναι; Ξέµειναν από τον πρώτο καιρό, που προφυλάσσανε τα εµπορεύµατα στις βιτρίνες από τις άγριες επιδροµές του πλήθους και όσων αψηφούσαν τις απαγορεύσεις για έξοδο. ∆εν ξέραµε τότε πόσο θα κρατούσε. Ήσουν µικρή. Θυµάσαι; Για σκέψου τα εκεί µέσα: παπούτσια, ρούχα, µαγιό σε κούκλες, χάπια, αποσµητικά, διαµάντια, πατάτες. Τι νόηµα έχει να υπάρχουνε κλεισµένα; Σώα ή σάπια. Κρυφές βιτρίνες, σαν βαλίτσες φονευµένων.

»Μετά βάλανε τις λαµαρίνες και στα σπίτια – κανείς δεν ξέρει, λεν, τι θα γινόµασταν χωρίς αυτές… Ότι µας προστατεύουν από τον ήλιο και τη βία του, ότι αλλιώς θα σκοτωνόµασταν και µες στα σπίτια µας ακόµη. Μα τους πιστεύεις; Απορώ που δε βρήκαν τρόπο να µοιράσουν και σ’ εµάς πανοπλίες λαµαρίνας… Τελείωσαν λέει τα αποθέµατα. Με τις πανοπλίες θα βγαίναµε λίγο πότε πότε, ήταν µια λύση. Υποθέτω πως δε θέλουνε. Ίσως κάτι σχεδιάζουν. Κι αναρωτιέµαι: τι θα γινόταν αν µια µέρα βγαίναµε όλοι έξω από τα σπίτια, κόβαµε µε πριόνια τις λαµαρίνες από τις προσόψεις κι ύστερα µπαίναµε πάλι µέσα γρήγορα, να φτιάξουµε πανοπλίες για τα σώµατά µας… Οι υπάλληλοι των συνεργείων γιατί έχουν δηλαδή; Μα… ανοησίες λέω… Παλαιοκοµµουνιστικά. Μπα, δε θα προλαβαίναµε. Μόλις ξεµυτίζαµε, θ’ αρχίζαµε να κατασπαράζουµε ο ένας τον άλλον, έτσι δεν είναι; Το “ανεξέλεγκτο”!

»Γιατί συνέβη να το δω κι αυτό… Κοιτώντας προχθές στη γωνία, είδα µία τρελή που βγήκε. Ναι, κι αυτή έλεγε “Νά τη!…”. Μα τι τους πιάνει; Τι βλέπουν; Λες και δε γίνεται να µην το πουν, µόλις κάνουν την αποκοτιά και βγουν. Κάποια αυθυποβολή, στα όρια της παράκρουσης υποθέτω – µας τα ’χει πει τόσες φορές κι η τηλεόραση… Έπιανε τις λαµαρίνες µε τα γυµνά της χέρια κι ύστερα τα σήκωνε καµένα στον ήλιο. Μα ήταν κι ένα µικρό κορίτσι δίπλα της – προχωρούσε στα τέσσερα… Ποιος το άφησε να βγει, δικό της ήταν; Έβγαζε αφρούς από το στόµα του. Ξαφνικά ορµάει πάνω στη γυναίκα κι άρχισε να τη δαγκάνει. Στην αρχή η γυναίκα το άφηνε. Ύστερα του επετέθη εκείνη. ∆ε θέλω να σου πω τι έγινε. Κοµµάτια του µείναν µόνο.

»Μη βγεις ποτέ.

»Χαρούµενος είµαι τώρα, γιατί έχουµε τη συγκέντρωση των ενοίκων στην ταράτσα. Μακάρι να υπάρχουν και αυτή την εβδοµάδα όλοι. Θα φάµε µαύρο χαβιάρι, σαν κάθε Κυριακή, θ’ ακούσουµε και µουσική. Κι εσείς, δεν είναι έτσι; Και µην ξεχάσεις να µου γράψεις όταν µπορέσεις. Όταν. Έως τότε εγώ θα κοιτώ τη φωτογραφία σου στην οθόνη. Πόσο σε ευγνωµονώ που µου την έστειλες στη γιορτή µου πέρυσι! Ρύθµισα το πρόσωπό σου πολυστατικά. Τώρα όταν κινούµαι, το πρόσωπό σου στρέφεται και µε κοιτά. Αύριο θα ρυθµίσω και το στόµα να κινείται. Πες µου τι να λέει. Θα βάλω και φωνή – κατά το δοκούν. Σαν υγρός αέρας µέσα από κερασιά την άνοιξη θέλω να είναι αυτή η φωνή σου. Νύχτα. Σ’ ένα λιβάδι µε πυγολαµπίδες. (Γιατί αλήθεια λέω. Εδώ και λίγες µέρες έχω µία που τριγυρνά µέσα στο σπίτι µου. Κάθεται στο ταβάνι και όλο αναβοσβήνει! Πού βρέθηκε; Πες µου, είναι δυνατόν;)

»Σε φιλώ ξανά στο αρµυρό σου µέτωπο,

»ο “Πυγµαλίων” σου.

»ΥΓ.: Αλλά εδώ και καιρό έχω ένα παράπονο, “Γαλάτεια”, και λέω τώρα να σου το πω… Γιατί ποτέ δε µου απαντάς; Εδώ και ένα χρόνο δεν απαντάς! Αν άλλαζες ιµέιλ, δε θα µου το έστελνες; Πες µου πως δε βγήκες έξω… ∆ε θα έκανες ποτέ κάτι τόσο επικίνδυνο… Μήπως άλλαξες ιµέιλ;

»Μεθαύριο θα σου ξαναγράψω νέα µου».

 

Υπάρχουν δύο παν-κυβερνητικά συνεργεία. Το ένα: καταστροφής κλειδιών και πόµολων. (Οι πόρτες δε σφραγίζονται, για να µην τεθεί θέµα παραβίασης δικαιωµάτων του πολίτη. Μα και χωρίς κλειδί και πόµολο θεωρούνται απ’ όλους σφραγισµένες.) Το δεύτερο: συνεργείο τροφοδοσίας. Ανά µήνα διαθέτει στα υπόγεια των σπιτιών προµήθειες: κουτιά µε νερό, χαρτιά υγείας, τρόφιµα σε κονσέρβες. Μερικές είναι µαύρο χαβιάρι, γιορτινό, για τις Κυριακές – ηµέρα συγκεντρώσεως. Τον τελευταίο καιρό, έκτακτο συνεργείο διαµοιράζει σε κάθε ένοικο µία γλάστρα µε χώµα. Θα ακολουθήσουν κι άλλες. Οι ακριβείς λόγοι δεν έχουν καταστεί επισήµως γνωστοί.

 

ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 799

«“Κλεοπάτρα”, γιατί;

»∆υο τετράγωνα µας χωρίζουν. Μόνο. Μα πάλι αρνείσαι να σε δω. Και ό,τι γίνει. Ραντεβού. Ή να ’ρθω εγώ. Σαν τι µπορεί να γίνει; Τι θα ’ναι χειρότερο απ’ αυτό; ∆υο φορές, τρεις. Πόσες σου το πρότεινα; Ραντεβού. Πολλές, αρνείσαι. Μακάρι να υπήρχε τηλέφωνο να σ’ ακούσω… Σου γράφω τελευταία φορά, δε γίνεται ξανά. Αλλά τώρα δε βάζω µάσκα ύπνου. Γράφω και βλέπω, όχι µε τυφλό σύστηµα, φτάνει. Γιατί πριν από λίγο είδα, άκου:

»Προχτές ήρθε το καινούριο συνεργείο. Φέραν τη γλάστρα µε το χώµα. Μου είπαν να το αγγίζω και φύγανε. Γιατί µας δίνουν το χώµα, δεν ξέρω. ∆ε θέλω να µάθω. Τώρα νίκησα, εγώ. Θα σου πω. Είχαν έρθει µόλις εχτές οι άλλοι, καθυστερηµένοι, συνεργείο για τα πόµολα. Τα βγάλαν όλα, τα ψάξαν όλα. Μου είπαν συγγνώµη για την καθυστέρηση, ότι έπρεπε να ’χουν έρθει από καιρό. Μου είπαν θα λιώσουνε τα πόµολα και τα κλειδιά. Για µελλοντικές πανοπλίες για µας, µου είπαν. ∆εν τους πιστεύω. Μα ευτυχώς καθυστέρησαν κι ήρθαν µετά τη γλάστρα.

»Αυτό που φοβήθηκες, ναι. Σκέφτηκα να κρατήσω ένα πόµολο. Το κράτησα, αγάπη µου, το έκρυψα. Το έβαλα µες στο χώµα, βαθιά. Στη γλάστρα. Το έθαψα, δε φαίνεται. Νίκησα. ∆εν τα βρήκαν όλα. Νοµίσανε. Ο κλειδοφάγος δε βλέπει µέσα από το χώµα. Πριν από δυο µήνες ήρθε ένα µέιλ, έµοιαζε µε ιό. ∆εν ήταν. Έλεγε αυτό, “ο κλειδοφάγος δε βλέπει µέσα από το χώµα”. Ε, µόλις έρθει η ώρα θα το κάνω, είπα. Τι χάνω αν δεν πετύχει; Τι ’ναι χειρότερο απ’ αυτό; Φτάνει. Και δεν µπορεί, θα το ξέρουν κι άλλοι, σίγουρα το έχουν κάνει κι άλλοι.

»Έχω το πόµολο στη γλάστρα.

»Τώρα. Βλέπω περισσότερο, πολύ περισσότερο.

»Σήµερα το πρωί, 09:28, είπα δε µε νοιάζει, θα ξεµυτίσω και θα βγω. Και ό,τι γίνει. ∆εν υπάρχει τίποτα να γίνει. Και έτσι άνοιξα την πόρτα µου και άνοιξε. Κατέβηκα τα σκαλιά. Ο δεύτερος, ο πρώτος όροφος, το ισόγειο, ανοίγω την εξώπορτα. ΕΞΩ. Μα πάω τότε να κάνω ένα βήµα κι αµέσως ξαφνικά φοβάµαι. Μη µε παρεξηγήσεις. Ήταν σαν πρώτη φορά να το ’νιωσα: Υπάρχει πολύ έξω! Μη βγω κι εγώ ολόκληρος και µε πιάσει το “ανεξέλεγκτο”! Γι’ αυτό στεκόµουνα µετέωρος στο κατώφλι και κρατούσα µε το ένα χέρι την εξώπορτα ανοιχτή. Μα κι από κει είδα, έτσι µισός µέσα στο φως: Σαν γαντζωµένη στον αέρα! Πετούσε ακίνητη (αγάπη µου, την είδα καλά). Ούτε δυο εκατοστά δεν ήταν. Χωρίς µάτια, αλλά κοιτούσε. “Τι κάνεις εδώ µέσα στο φως;” τη ρώτησα. “∆εν έχεις λόγο να υπάρχεις. Ούτε φαίνεται που φωτίζεις”. Μα τότε, σου ορκίζοµαι: ανάβει αµέσως γύρω της ένα µικρό σκοτάδι! Κι όπου πετούσε, µετακινούνταν γύρω της το µικρό σκοτάδι: ήταν µια ωραία νύχτα δέκα εκατοστά. Και φώτιζε έτσι ωραία µέσα της αυτή. Τότε άνοιξε µόνο του το στόµα µου. Κουνήθηκε η γλώσσα µου και άκουσα να λέω. Είπα: “ΝΑ ΤΗ!”.

»Κλείνω µε τα χέρια µου το στόµα, πήρα πίσω το ένα βήµα. Το “ανεξέλεγκτο”! Μέσα, µέσα γρήγορα! Κλείνω την εξώπορτα καλά. Οι σκάλες µου. Ν’ ανέβω, να γυρίσω αµέσως σπίτι µου, λέω, αµέσως σπίτι µου! Κι έτρεχα, ανέβαινα… Ώσπου βλέπω. Νά, πάλι η πόρτα µου… Μπήκα στο σπίτι µου ξανά. Μα είχε έρθει αυτή µαζί µου.

»Η πυγολαµπίδα στο σαλόνι µου.

»Έχεις και συ; Ή µόνο εγώ;

»Είδα τώρα, φτάνει. Και λέω να σωθώ, δεν έχω άλλη λύση. Σου γράφω και µε κοιτά. Ξέρω τι θέλει. Γιατί κοιτάζει πολύ το στόµα µου, συνέχεια γυρνά γύρω απ’ τα χείλη µου. Είναι η τελευταία φορά που σου γράφω, άκουσέ µε. Μη στενοχωριέσαι εσύ. Εγώ βρήκα να ελπίζω… Και βιάζοµαι τώρα, πολύ. Έχω να κάνω τρία πράγµατα µόλις κλείσω το γράµµα.

»Πρώτα αυτό: Το δάχτυλο στην πρίζα µε ανοιχτό τον γενικό. Καλύτερα, αγάπη µου, αυτή είν’ η λύση. Τριγυρνά γύρω απ’ το στόµα µου συνέχεια. Μετά θα µπει και µες στο στόµα, δεν µπορεί… Μετά και πιο βαθιά. Της δίνω µέρος για να µείνει. Έχει σκοτάδι εκεί. Γιατί πόσο να ζουν αυτές; Λέω θα βρίσκει να τρώει µέχρι να πεθάνει… ∆ε θα σαπίσω πρώτος! Της χαρίζω ένα σπίτι. Και θα φωτίζει εκεί καλά κι ωραία, σαν µεσσίας.

»Μετά, αυτό: Θα µας πω µε το πραγµατικό µας. Σε λίγο, σε λίγο. Και συγγνώµη που τόσα χρόνια δεν κάναµε έρωτα…

»Θα γίνει κάτι ακόµη. Ελπίζω. Το πόµολο στη γλάστρα. ∆εν µπορεί, θα φυτρώσει. Στο χώµα. Μπορεί µετά από καιρό. Σιγά σιγά, ε; ∆εν αποκλείεται, θα φυτρώσει. Μια πόρτα!

»Βιάζοµαι τώρα. Σε αγαπώ, Μερόπη, θα µου λείπεις, θα είµαι πάντα µαζί σου. Αιώνια αγκαλιά,

»ο Κωστάκης σου».

 

Μόνη νοµικώς αποδεκτή εκ του σύνεγγυς επαφή: η Συγκατοίκηση. Απαραίτητη προϋπόθεση νοµιµότητας: ότι δεν εξέρχεται κανείς. Μόνη νοµικώς αποδεκτή Τηλε-επαφή: η ∆ικτυακή, απουσία µικροφώνου. Προ τριετίας αποφασίστηκε γενική διακοπή τηλεφωνίας, προκειµένου να µην ενισχύεται επιθυµία επαφής µε το σώµα κάθε φωνής. Σε περίπτωση ∆ικτυακής επαφής, ισχύουν τα εξής: Προς αποφυγήν συγκρίσεων µε την παλαιά εποχή της «κοντινότητας» και προς ελάττωσιν συγκινήσεως και νοσταλγίας, χρήση του πραγµατικού ονόµατος απαγορεύεται. Επιβάλλεται αυστηρά η χρήση ψευδωνύµου. Σε περίπτωση Συγκατοικήσεως, ισχύουν τα εξής: Οι συγκάτοικοι επιτρέπεται να αγγίζονται µόνο κατ’ εξαίρεσιν, σε εορτές και προκαθορισµένες ηµεροµηνίες αναπαραγωγής.

 

ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 3241

«Λοιπόν, πες την προσευχή σου τώρα. Έλα, έλα… “Κάθε µέρα µάσκες…”»

«Κάθε-µέρα-µάσκες-ύπνου,
  πάντα-κλειστές-οι-µαύρες-κουρτίνες,
  µαύρο-ωραίο-χαβιάρι-του-δείπνου,
  προµήθειες-έχουµε-πάντα-για-µήνες».

«Μπράβο, αγόρι µου. Ωραία την είπες σήµερα».

«Και τι ώρα είναι τώρα, µαµά; Ώρα για ύπνο;»

«Περασµένες δώδεκα. Να κοιµηθούµε νωρίς γιατί αύριο έχεις γενέθλια. Θα ’ρθει επίσκεψη κι η ψεύτικη θεία από πάνω…»

«Θα βάλω τις καλές πιτζάµες µε τα φεγγάρια, για να ξυπνήσω µ’ εκείνες… Ναι; Όµως, µαµά, µπορούµε σήµερα να κοιµηθούµε µαζί; Που γιορτάζω…»

«Σήµερα, ναι, επιτρέπεται».

«Αγκαλιά;»

«∆εν ξέρω… ∆εν πρέπει πολύ… Να µη συνηθίσεις».

«Σήµερα µόνο, σήµερα που γιορτάζω…»

«Γιατί επιµένει αυτή η πυγολαµπίδα να φωτίζει;… Βάλε σφιχτά τη µάσκα του ύπνου! Και πρόσεχε, όταν κοιµηθείς, να µην ονειρευτείς να βγεις, εντάξει; “Μέχρι νεωτέρας”. Έλα, αγόρι µου, ναι, σήµερα θ’ αγκαλιαστούµε. Σε δυο µήνες γιορτάζω κι εγώ…»

* Από το βιβλίο του Βασίλη Αµανατίδη Πλαγκτόν: Οι Ιστορίες, εκδόσεις Νεφέλη, 2019