Είναι οπαδός της φιλοσοφίας πως καθετί δύσκολο κρύβει και ένα μάθημα που θα μας δώσει μια νέα προοπτική στα πράγματα. Ακόμα και στη φάση του lockdown, συνέχιζε να έχει το συνηθισμένο του πρόγραμμα, που ξεκινάει από τις 5 το πρωί, περνούσε όμως περισσότερο χρόνο με τις κόρες του και, φυσικά, με τον εαυτό του, τον οποίο πάντα φροντίζει να εκπαιδεύει.
Πώς αποφάσισες να γράψεις το Δώρο Νο2;
Δεν ήταν απόφαση να συνεχίσω να γράφω. Θα ήταν απόφαση αν σταματούσα να γράφω. Απλά συνέχισα. Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα γράφω. Φαντάζομαι όσο εμπνέομαι από όλα αυτά που συμβαίνουν τριγύρω μου. Για την ώρα, συνεχίζω να εμπνέομαι και μάλιστα πολύ.
Τι παραπάνω θα έχει από το πρώτο;
Δεν θα έχει κάτι παραπάνω. Θα είναι απλά κάποιες ακόμη ιστορίες με αφορμή κάποια «μικρά» συμβάντα, στα οποία συνήθως δεν δίνουμε σημασία κι όμως αυτά περικλείουν όλο το νόημα της ζωής.
Πιστεύεις ότι αυτή την περίοδο μπορούμε να δούμε τη θετική πλευρά της ζωής;
Πάντα μπορούμε να δούμε τη θετική πλευρά της ζωής, αν το θέλουμε. Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του προηγούμενου αιώνα, το Man’s Search for Meaning, γράφτηκε από τον Victor Frankl. Για όσους δεν το γνωρίζουν, γράφτηκε μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης από έναν μελλοθάνατο. Είναι ένα βιβλίο ύμνος για τη ζωή. Η ομορφιά δεν είναι εκεί έξω. Η ομορφιά είναι στα μάτια αυτού που βλέπει το έξω.
Ποιο είναι για σένα το θετικό από τον εγκλεισμό;
Κάποιοι θα έρθουν πιο κοντά στον εαυτό τους. Κάποιοι θα έρθουν πιο κοντά στον συνάνθρωπό τους. Κάποιοι θα γίνουν πιο ευέλικτοι. Κάποιοι θα αναγκαστούν να γίνουν πιο αποτελεσματικοί για να αντιμετωπίσουν την επόμενη ημέρα. Κάποιοι θα έρθουν πιο κοντά στον σκοπό της ζωής τους. Κάποιοι όχι.
Πότε θα κυκλοφορήσει το νέο βιβλίο;
Εξ όσων γνωρίζω, το Δώρο Νο2 θα κυκλοφορήσει τέλος Μαΐου. Το πότε και πώς ακριβώς το γνωρίζουν οι εκδότες μου, στους οποίους κι έχω μεγάλη εμπιστοσύνη.
Αν το έγραφες τώρα, θα έκανες αναφορά σε αυτό που ζούμε;
Προλάβαμε στο Δώρο Νο2 και ενσωματώσαμε μια ιστορία για την πρόσφατη κρίση του ιού. Νομίζω όμως ότι αυτά που πραγματεύεται είναι και θα είναι επίκαιρα. Η μόνη φιλοδοξία μου -και γι’ αυτό και τα βιβλία που γράφω- είναι να αγαπηθούν από τους αναγνώστες και, το πιο σημαντικό, να τους βοηθήσουν. Γι’ αυτό τα έγραψα.
Διαβάστε σε αποκλειστική προδημοσίευση τρεις ιστορίες από το Δώρο No2:
Story #1
ΣΦΙΞΟΥ
Βρήκα τις οδηγίες στο Ίντερνετ κι ετοίµασα τα δικαιολογητικά. Πρώτη φορά θα έκανα το δίπλωµά µου διεθνές. Μπήκα στην υπηρεσία. Η κοπέλα ευγενέστατη. Τελείωνε το µεσηµεριανό της. «Δώσ’ τε µου µισό λεπτό», είπε και µε κοίταξε ευγενικά στα µάτια. Κάπου εκεί έσπασε ο πάγος. Συχνά παραγνωρίζουµε τη σηµασία της πρώτης εντύπωσης. Ένας µεγάλος είχε πει ότι «δεν έχεις δεύτερη ευκαιρία να κάνεις πρώτη εντύπωση».
Πήρε το διαβατήριό µου στα χέρια της. Καρφώθηκε στην ηµεροµηνία γέννησης.
– Πενήντα; Φαίνεστε πολύ νεότερος. Πείτε µου το µυστικό.
– Άθληση και κίνηση, ανάµεσα σε άλλα.
– Κάποια µέρα ήρθε ένας κύριος κοντά στα ενενήντα, αλλά φαινόταν εβδοµήντα. Το µυστικό του ήταν ο κήπος του κι η επαφή µε τη φύση (µου θύµισε τον µπαµπά µου).
Συνεχίσαµε την κουβέντα για τα σηµαντικά στη ζωή. Τον αθλητισµό, το διάβασµα, την επαφή µε τη φύση κι άλλα. Της είπα ότι κάποια άλλα, αν γίνουν καθηµερινά, κάνουν µεγάλη ζηµιά, όπως τα δελτία ειδήσεων και τα reality. Μας κάνουν να βλέπουµε παντού προβλήµατα και πουθενά λύσεις.
– Οι δικές σας καλές συνήθειες; της κάνω στο τέλος.
– Εγώ, δυστυχώς (λες και πρόκειται για τον καιρό), κάθε βράδυ -εδώ και δύο χρόνια- βλέπω ειδήσεις. Θέλω να το αλλάξω και ν’ αρχίσω να περπατάω, αλλά δεν µου βγαίνει.
Τρελαίνοµαι µε κάτι τέτοια. Θέλω τη ζωή που γουστάρω, αλλά όχι αυτά που θα µε πάνε στη ζωή που γουστάρω. Θέλω να προβιβαστώ στη δευτέρα λυκείου, αλλά δεν θέλω να διαβάσω. Για εξετάσεις ούτε λόγος. Απορώ γιατί τα έχουν καταργήσει τα απολυτήρια µετά τα 18. Οι µισοί θα κοβόµασταν.
Κάποιες φορές, κάποιοι συµµαθητές στα σεµινάρια του Καλογήρου προσπαθούσαν να λουφάρουν µε τη δουλειά που µας έδιναν. «Δεν µου βγαίνει», έλεγαν στον Αντώνη. «Σφίξου», τους απαντούσε.
Προσωπικά, δεν ξέρω κανέναν που να ξυπνάει το πρωί και να λέει: «σήµερα θέλω να τη γαµήσω τη ζωή µου». Η συντριπτική πλειοψηφία, όµως, το κάνει.
Είναι άλλη ιστορία να ξέρεις τι πρέπει να κάνεις κι άλλη ιστορία να το κάνεις.
Άλλη επιστήµη, ρε αδερφέ.
Η δεύτερη έχει ένα µεγάλο µυστικό:
Σφίξου.
Story #2
ΚΑΤΕΝΑΤΣΙΟ
Από ποδόσφαιρο δεν σκαµπάζω. Κάποιους όρους, όµως, τους θυµάµαι από παλιά. Μικρός είχα ασχοληθεί τόσο πολύ µε την µπάλα που τη χόρτασα για όλη µου τη ζωή. Κατενάτσιο είναι όταν παίζεις άµυνα για να µη φας γκολ. Όταν κλείνεσαι πίσω για να µη χάσεις. Και φυσικά στο τέλος χάνεις.
Έχω παίξει πολύ κατενάτσιο στη ζωή µου. Το χόρτασα κι αυτό. Χθες είχα τα κορίτσια σπίτι µου. Η µικρή βρήκε µια συνταγή για κοκτέιλ φρούτων του δάσους µε γιαούρτι και διάφορα φρούτα. Ήθελε να τη φτιάξει. Στην αρχή τσίνησα. Έναν φόβο έχω για τα παιδιά µου: Μην παίξουν κι αυτά κατενάτσιο. Ανακάλεσα, λοιπόν, στο λεπτό. Σε κάποια φάση έπρεπε να κόψει τα φρούτα µε το κοφτερό µαχαίρι. Την άφησα. Ήµουν δίπλα, αλλά την άφησα. Δεν ήθελα να την αποτρέψω όπως µε είχε αποτρέψει η δική µου µάνα κι όπως θα απέτρεπε κάθε «λογικός» γονιός το παιδί του µην κοπεί ή µη «βγάλει κανένα µάτι». Μετά έπρεπε να τα βάλει στο µπλέντερ. Τα µισά έπεσαν έξω. Μετά έβαλε και το γιαούρτι. Κι αυτό όχι όλο. Πάτησε το κουµπί και βλέπαµε τις λεπίδες να πηγαινοέρχονται δίπλα στα µούτρα µας µέσα στο διάφανο σκεύος. Μετάγγισε το µείγµα 2-3 φορές µέχρι να βρει το σωστό ποτήρι. Λέρωσε τα µισά ποτήρια. Μετά ήθελε να κόψει τα καλαµάκια στο επιθυµητό ύψος. Δεν το πέτυχε. Ξαναπροσπάθησε µέχρι που τα κατάφερε. Εννοείται η κουζίνα έγινε κώλος, εννοείται τα µισά έπεσαν κάτω. Εννοείται τα µοβ φρούτα του δάσους στύβουν παντού. Η µικρή µου κόρη, όµως, ήταν ευτυχισµένη γιατί έφτιαξε το δικό της κοκτέιλ, µε τα δικά της χέρια στα δικά της ποτήρια και τα δικά της καλαµάκια. Έζησε τη δική της ζωή. Ένιωσε ότι µπορεί. Βγήκε στην αντεπίθεση. Δεν έπαιξε κατενάτσιο.
Καπάκι η µεγάλη µου ήθελε να φτιάξει µόνη της οµελέτα. Να σπάσει τα αβγά, να λερώσει τον πάγκο, να τα ανακατέψει. Πιτσίλισε παντού. Έβαλε µόνη της το λάδι στο τηγάνι, το γύρισε γύρω-γύρω να πάει παντού. Το τηγάνι τσιτσίριζε κι ήµουν δίπλα της γιατί ήθελα να είναι η δική της οµελέτα κι όχι η δική µου. Ήθελα να είναι η δική της ζωή κι όχι η δική µου. Στο τέλος η οµελέτα µάς αποζηµίωσε. Γλείφαµε τα δάχτυλά µας. Το σηµαντικότερο, όµως, ήταν αυτό που ένιωσε η κόρη µου. Αυτό που όλα τα λεφτά του κόσµου δεν µπορούν να αγοράσουν. Αν έγραφε το βιογραφικό της, η οµελέτα θα ήταν µέσα.
Τα Σάββατα πάω λαϊκή. Συνήθως µε τον µπαµπά µου, αλλά χθες πήγα µόνος. Ο πατέρας µου είναι 89, αλλά δεν τον κάνεις ούτε 75. Εργαζόταν από τα 19 µέχρι τα 84 του χρόνια στην ίδια ναυτιλιακή. Ως καπετάνιος ήπιε τους 5 ωκεανούς µε το κουταλάκι. Πέρασε από τυφώνες και θύελλες. Τώρα ασχολείται µε τον κήπο του µέρα-νύχτα. Δεν του φτάνουν οι ώρες. Ποτέ δεν έπαιξε κατενάτσιο και προφανώς δεν σκοπεύει να παίξει τώρα.
Ο Γιώργος από την Εύβοια έχει τον πρώτο πάγκο µόλις µπαίνεις στη λαϊκή και τα καλύτερα µανταρίνια. Ψηµένος άνθρωπος από τη ζωή. Σοφός. Κόβει το µάτι του.
– Πού είναι ο παππούς; µου κάνει.
– Σπίτι, Γιώργο, στον κήπο του.
– Μπράβο, µου κάνει. 1.000 φορές να πάει από πέσιµο ή από σπάσιµο. Να τον αφήνετε να παιδεύεται και να σκαρφαλώνει. Μην του πείτε µόνο να κάτσει. Τον πεθάνατε.
Στα ελληνικά το κατενάτσιο το λένε και σούπα. Κάποιες ζωές δεν τις λες ζωές. Σούπα τις λες. Δυστυχώς, τις βλέπω διαρκώς τριγύρω µου. Ξέρω καλά να τις διακρίνω. Παρκαρισµένα όνειρα, µόνιµος φόβος, καχυποψία, την πάρτη µας κι Άγιος ο Θεός, µπόλικη TV, ανεξέλεγκτα social, selfie εµπλοκή, αποθέωση της ασηµαντότητας, κουτσοµπολιό, κριτική, δικαιολογίες, γκρίνια, µιζέρια και πάει λέγοντας.
Τη ζωή ή τη ζεις ή την παρκάρεις.
Η ειρωνεία; Όλοι έχουµε τις προϋποθέσεις να φτιάξουµε το δικό µας κοκτέιλ και τη δική µας οµελέτα. Το τίµηµα; Λερωµένες κουζίνες, ρίσκο κι ανασφάλεια. Το τίµηµα για τη σούπα; Θάνατος ακριβώς όπως τον περιγράφει ο Γιώργος. Χίλιες φορές να τη λερώσεις την κουζίνα, παρά να την καµαρώνεις και να τρέµεις µην πέσει καµιά σταγόνα.
Διάβαζα σε ένα επιστηµονικό περιοδικό ότι οι άνθρωποι που την παρκάρουν τη ζωή έχουν σηµαντικά χαµηλότερο προσδόκιµο.
Το σύµπαν µε τον τρόπο του µας λέει να µην πιάνουµε τζάµπα τόπο.
Γιατί δεν το ακούµε;
Story #3
ΝΑΙ, ΑΛΛΑ
Πολύ φίλος. Άξιος άνθρωπος. Ποτέ δεν σπούδασε. Κι όµως τα κατάφερε. Ένας φίλος του πατέρα του τον πήρε στην επιχείρησή του στα 18 του. Ξεκίνησε σαν κούριερ. Μετά από δέκα χρόνια είχε γίνει τµηµατάρχης. Κάποια στιγµή τελµάτωσε. Έπρεπε να αλλάξει. Δεν είχε άκρες να βρει αλλού δουλειά. Ούτε γνωριµίες. Το κυνήγησε µόνος του. Έστειλε βιογραφικά. Τελικά τα κατάφερε.
Στη συγκεκριµένη δουλειά είναι τώρα είκοσι χρόνια. Πάντα τµηµατάρχης. Καλή θέση, καλά λεφτά, το δεξί χέρι του αφεντικού. Πρόσφατα έγινε µια αναδιοργάνωση και του έβαλαν καπέλο κάποιον που δεν ήθελε. Έχει ένα κακό ο φίλος µου: Δεν µιλάει.
– Του µίλησες του τύπου να του πεις τι σε ενοχλεί;
– Δεν ακούει.
– Εσύ του µίλησες;
– Δεν ακούει, σου λέω…
(Άµα δεν του µιλάς, πώς να ακούσει, ρε µεγάλε;)
Με τα πολλά, τον στρίµωξα να µιλήσει στο αφεντικό. Να του πει τι τον ενοχλεί. Συχνά υποθέτουµε ότι ο άλλος ξέρει. Κακό να υποθέτεις. Άσε που ο άλλος δεν µπορεί να ξέρει τι νιώθεις. Εγώ ψάχνω εδώ και πάνω από δέκα χρόνια µέσα από τη θεραπεία να µάθω τι διάολο νιώθω. Θα το ξέρει ο άλλος;
– Θα το κάνω, αλλά πρέπει να τον βρω σε καλή στιγµή (ο φίλος µου έχει το κινητό του και µιλάει κάθε εβδοµάδα µε το αφεντικό).
– Μην το αναβάλεις.
Έναν µήνα µετά:
– Τελικά, τον βρήκες στην κατάλληλη στιγµή; (Λιγάκι ειρωνεία.)
– Όχι ακόµα.
Με τα πολλά, ο φίλος µου έκανε έξι µήνες να µιλήσει στο αφεντικό. Κάποια στιγµή τού µίλησε. (Δεν ξέρω πώς. Σηµασία, βλέπεις, δεν έχει τι λες, αλλά πώς το λες.)
– Του το ’πα, αλλά δεν βλέπω να κάνει κάτι.
Όντως δεν έκανε.
Όταν στη δουλειά δεν περνάς καλά, πουθενά δεν µπορείς να περνάς όσο καλά θα µπορούσες να περνάς. Μια «κακή» δουλειά θα σε αγχώσει, θα σε στενοχωρήσει κι είναι πιθανόν να σε αρρωστήσει. Πολλά προβλήµατα υγείας ξεκινούν από την τοξικότητα των συνθηκών εργασίας. Στο εξωτερικό το έχουν αποδείξει.
Ξαναµιλάω µε τον φίλο µου:
– Τελικά, τι σκέφτεσαι να κάνεις;
– Έχω µιλήσει µε τον Χ και περιµένω να ανοίξει µια θέση στην επιχείρηση που δουλεύει. Με έχουν υπ’ όψιν.
Μετά από ένα εξάµηνο:
– Τι έγινε µε τον Χ;
– Κάποια στιγµή θα ανοίξει.
– Εσύ καλά;
– Τα ίδια και χειρότερα.
– Ρε, δεν φτιάχνεις το βιογραφικό σου, να το δώσουµε στην Ψ που τους ξέρει όλους στον κλάδο σου; Είναι πολύ πιθανόν να σου βρει. (Υπενθυµίζω, άξιος και ικανός ο φίλος µου.)
– Όντως η Ψ ξέρει πολύ κόσµο. Τι να σου πω… Έχω και χρόνια να φτιάξω το βιογραφικό µου.
– Φτιάξ’ το.
– Δεν ξέρω. Κάποια στιγµή θα το φτιάξω.
Εκεί τρελαίνοµαι. Όταν ακούω «κάποια στιγµή», µα την Παναγία, σκοτώνω άνθρωπο.
Την επόµενη εβδοµάδα:
– Καµία αλλαγή στη δουλειά;
– Τα ίδια σκατά.
– Έφτιαξες το βιογραφικό σου;
– Όχι.
– Θα το φτιάξεις;
– Ναι, αλλά…
Είµαστε τσακωµένοι µε τη δράση.
Είναι άλλο να ξέρω τι πρέπει να κάνω, είναι άλλο όµως να το κάνω. Ο κόσµος είναι γεµάτος από ανθρώπους που ξέρουν τι πρέπει να κάνουν, αλλά δεν το κάνουν. Γι’ αυτό κι υπάρχει τόση µιζέρια και δυστυχία εκεί έξω. Δεν είναι τυχαίο ότι ζούµε στον καλύτερο κόσµο που υπήρξε ποτέ, κι όµως η χαρά µας είναι στα ιστορικά χαµηλότερα.
Ξέρουµε ποιο είναι το σωστό αλλά δεν το κάνουµε.
Είναι σαν να διψάς και να βλέπεις το ποτήρι το νερό πάνω στο τραπέζι.
Θα το πιεις;
Ναι, αλλά…
Αλλά τι;
Είναι µακριά.
Κι αν είναι ζεστό το νερό;
Κι αν είναι παγωµένο;
Κι αν µου χυθεί;
Κι αν σπάσει το ποτήρι στα χέρια µου;
Κι αν δεν ξεδιψάσω;
Κι αν θέλω κι άλλο ποτήρι;
Κι αν είναι κάποιου αλλουνού το νερό;
Κι αν έχει ρίξει κανείς τίποτα µέσα;
Τρελαίνοµαι µε τα «κι αν».
Πιο πολύ, όµως, τρελαίνοµαι µε το «ναι, αλλά».
* O Στέφανος Ξενάκης ζει στην Αθήνα και είναι επιχειρηµατίας και συγγραφέας. Παράλληλα, δίνει οµιλίες µε τίτλο «13 ιστορίες που µπορεί και να σου αλλάξουν τη ζωή» και εργάζεται εντατικά για το όνειρό του, το µάθηµα αξιών και αυτογνωσίας «ΝΑΙ, ΜΠΟΡΩ», το οποίο φιλοδοξεί να µπει στα σχολεία της Ελλάδας. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Key Books