Το σπίτι της είναι χτισμένο ψηλά στα βουνά της Παιανίας, στον αριθμό 10. Εκείνη τον επέλεξε γιατί είναι ο αγαπημένος της αριθμός, καθώς της θυμίζει το ομώνυμο βιβλίο του Μιχάλη Καραγάτση. Η αγάπη της για τον Καραγάτση ίσως υποσυνείδητα να μην είναι τυχαία. Κοσμοπολίτης, με καλπάζουσα φαντασία, διονυσιακή διάθεση και ροπή προς οριακούς έρωτες. Όπως ακριβώς και η ίδια. Είναι μια γυναίκα με νεανική διάθεση, με ακόμα πιο νεανικό λεξιλόγιο, με γάργαρο γέλιο, αλλά όλα αυτά βουτηγμένα σε ένα μυαλό με έμφυτη σοφία. Όταν την ακούς να μιλάει, καταλαβαίνεις ότι τελικά κάποιοι άνθρωποι που έχουν γράψει ιστορία δεν είναι τυχαίες προσωπικότητες. Κι εκείνη έσπασε τα δικά της δεσμά, πήγε κόντρα στο ρεύμα και έγραψε με το δικό της μελάνι το «10» στη δική της ζωή.
Από τη Βένια Καραγιάννη
Φωτό: Κοσμάς Κουμιανός
Τα πρώτα χρόνια
«Μεγάλωσα στο Κολωνάκι, σε ένα σπίτι περίεργο, σαν το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα. Ήμασταν όλο γυναίκες. Εν αρχή ήταν η μαμά και η γιαγιά μου, η οποία μας κατσικωνόταν συνέχεια στο σπίτι. Μετά ήταν η φροϊλάιν Άννι Κούκουρουτς – με είχε παραλάβει όταν ήμουν 3 ετών και πέθανε όταν ήμουν 53. Αυστριακή, αυστηρότατη, η τιμωρία μου ήταν να γονατίζω στο μάρμαρο της κουζίνας πάνω σε ρεβίθια που μου τρυπάγανε τα γόνατα. Στην ίδια πολυκατοικία ήταν η Τίτα Άμποτ που μου μάθαινε αγγλικά, η κυρία Άκεν Βάιλερ, Ελβετίδα, που μου μάθαινε γαλλικά, η Έλλη Γρίσπου που μου μάθαινε πιάνο, η Έλλη Ζουρούδη που μου έκανε μπαλέτο, η κατηχήτριά μου στον Άγιο Διονύση, η αρχηγός στις προσκοπίνες – με λίγα λόγια παντελής έλλειψη ανδρός. Μου είχε μείνει απωθημένο. Έμαθα από πολύ νωρίς να σιδερώνω αντρικό πουκάμισο όταν δεν υπήρχε άντρας στο σπίτι. Εδέησα να μείνω με έναν άντρα για να αποκωδικοποιήσω “το μυστήριο του αντρικού σακακιού” με τα έξω-έσω τσεπάκια που δεν ήξερα πού χρησίμευαν. Άργησα να χαρώ την αντρική παρουσία. Ο πατέρας μου χώρισε νωρίς με τη μητέρα μου. Με έβγαζε μια φορά στο τόσο σε ακριβά ρεστοράν, που έτρεμα να μη λαδωθώ και κάνω καμιά ατζαμοσύνη. Αν έχω βέβαια κάποιο ταλέντο πάνω μου το χρωστάω σε κείνον, είναι το δικό του DNA. Ήταν σπίρτο, πολιτικός μηχανικός, πολύγλωσσος, πολυταξιδεμένος, με χιούμορ, τέλειος κριτικός μουσικής. Με είχε κάνει να σνομπάρω τον Μέντελσον, τον Λιστ, τον Μπραμς. Πηγαίναμε σε μια συναυλία, τελείωνε ο Μπετόβεν και μου έλεγε “πάμε, παιδί μου, να φύγουμε. Θα ακούσουμε τώρα Μπραμς;”. Ένα σκατό σαν κι εμένα να σνομπάρει τον Λιστ και τον Μπραμς. Ιησού Χριστέ! Η απώλειά του μου στοίχισε αφόρητα.»
Όμως η Μαίρη αγαπούσε τις μητριαρχικές κοινωνίες. «Παλιά η κοινωνία ήταν μητριαρχική. Μετά το γυρίσαμε στην πατριαρχία και δεν μας βγήκε σε καλό. Οι γυναίκες έχουν υποφέρει πολύ, τις φοβούνται οι άντρες, γι’ αυτό και τις βάζουν σε στενωπούς και τις υποβιβάζουν. Παντρεύεται ένας κύριος στα 60 με μια πιτσιρίκα, τεκνοποιεί κιόλας, σου λέει είναι λεβέντης και μάγκας. Αν το κάνει μια γυναίκα 50 ετών με έναν 30ρη είναι τεκνατζού. Φοβερή αδικία. Εγώ ποτέ δεν έδωσα σημασία στη γνώμη των άλλων».
Κι όμως, έσπασε το κατεστημένο του καλοαναθρεμμένου μοναχοπαιδιού που μιλούσε στη μητέρα του στον πληθυντικό, γιατί «έτσι την είχαν μεγαλώσει», και ήταν προορισμένη για έναν καλό γάμο. «Ήμουν καταπιεσμένη. Ως παιδί ζούσα κάτω από το καθεστώς απόλυτης βίας και τρόμου. Αρκετά μεγάλη πορεύτηκα μόνη μου. Πάτησα πόδι και είπα “ε, όχι, του κερατά, θα προχωρήσω όπως θέλω εγώ”.»
Μεγάλη της αγάπη τα βιβλία. Στο σπίτι της υπάρχουν μεγάλα, ξύλινα ράφια γεμάτα από βιβλία – όσα έχει κρατήσει. Τα υπόλοιπα τα έχει δωρίσει, γιατί, όπως εξηγεί: «Δεν έχω το σύνδρομο του μαζέματος. Ακόμα και τα φορέματα από τις ταινίες τα έχω δώσει σε τρανσέξουαλ για να βγάλουν το ψωμάκι τους.»
Η αρχή στο θέατρο
«Έγινα ηθοποιός τυχαία. Είχα πάει στο χορό του αρχαίου δράματος από το Λύκειο Ελληνίδων καθώς ο Δημήτρης Ροντήρης ζητούσε κοπέλες. Εγώ νόμιζα ότι εκεί χορεύουν, ήμουν και ψώνιο με το χορό, έτσι πήγα. Μια μέρα ήρθε η Δέσπω Διαμαντίδου και μου πρότεινε να παίξω σε ένα έργο. Ήταν να παίξουν η Τζένη Καρέζη και ο Ντίνος Ηλιόπουλος με την Κυρία Κυβέλη στο Ακροπόλ. Επρόκειτο να ανεβάσει ένα θέαμα με ένα εισιτήριο: μια πρόζα και μια επιθεώρηση. Το βρήκαν προσβλητικό τα παιδιά και φύγανε. Μου είπε λοιπόν η Δέσπω: “Θέλεις να παίξεις το ρόλο της πρωταγωνίστριας;” Εγώ δεν ήθελα, αλλά μου είπαν έναν πολύ μεγάλο μισθό. Έμαθα το ρόλο σε 37 ώρες. Θυμάμαι στην πρεμιέρα είχα πιάσει την κουίντα με τα δυο μου χέρια και δεν έβγαινα, τέτοιο τρακ είχα πάθει. Τότε ήρθε ο Σακελλάριος, μου δίνει μια γονατιά και βγήκα στη σκηνή με πλονζόν κι έπεσα σ’ έναν καναπέ. Η Κυρία Κυβέλη με λάτρεψε. Αγγούρι εγώ του κερατά, χωρίς σπουδές στο θέατρο, χωρίς τίποτα. Και είπε σε μια συνέντευξή της: “Η Μαίρη θα γίνει μια μέρα μεγάλη ηθοποιός. Το λέω εγώ, η Κυβέλη.” Δεν πήγα ποτέ σε δραματική σχολή. Ήμουν παράνομη γιατί δεν είχα άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Ερχόταν ο αστυνομικός στο θέατρο να με συλλάβει κι εγώ έβγαινα στο βάθος της σκηνής χωρίς να παίζω και καθόμουν σε έναν καναπέ για να μη με πιάσει. Μετά με πήρε στη δουλειά της η Σοφία Βέμπο και στη μαρκίζα με είχε στο κέντρο. Τα έχασα όταν το είδα. Όταν όμως πήγα περιοδεία με τον Μάνο Κατράκη, εκεί έμαθα θέατρο πάνω στη σκηνή, με την κατσάδα του.»
Στο θέατρο λένε πως ό,τι κάνεις είναι μέχρι τα 30, μετά δεν πας παραπάνω. Εκείνη στα 28 έκανε την πρώτη της ταινία και στα 30 τον πρώτο της θίασο με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ – μαζί έγραψαν μια σειρά από επιτυχίες.
Ο Γιάννης Διαλιανίδης ήταν αυτός που της έκανε πρόταση να παίξει σε ταινία. «Δεν μου άρεσα στις ταινίες εμφανισιακά. Όσον αφορά το τραγούδι μου, ένας αγαπημένος μου φίλος μου είπε “σωστή ήσουν, αλλά τίμπρο φωνής δεν είχες”. Δεν είχε άδικο. Δεν είχε ωραίο ηχόχρωμα η φωνή μου. Είχα όμως το χαρακτήρα να με επιβάλλω.» Η πιο αμήχανη στιγμή ήταν όταν έπρεπε να χορέψει το τσιφτετέλι στο «Είμαι Γυναίκα του Γλεντιού». «Το τσιφτετέλι που έπρεπε να χορέψω μου φάνηκε εξωπραγματικό με τις αστικές καταβολές που είχα. Πήρα ένα μπουκάλι πορτοκαλάδα, την έχυσα, έβαλα μέσα κονιάκ χύμα από το bar και το κατέβασα. Έγινα ντίρλα. Έτσι βγήκε η σκηνή. Στο τρίτο musical λύθηκα. Στο “Γοργόνες και Μάγκες”. Εκεί, ναι, μου άρεσα.»
Δεν πιστεύει ότι είναι star. «Δεν πίστευα ότι είχα κανένα τεράστιο ταλέντο. Είμαι υποφερτή ηθοποιός, passable. Δεν έχω τη στόφα της star. Δεν ήμουν το ιδεώδες του Ρωμιού. Αυτό που άλλαξε την καριέρα μου ήταν το “Μια Κυρία στα Μπουζούκια”. Η απήχηση που είχε το κομμάτι “Του Αγοριού Απέναντι” δεν έχει ξαναγίνει. Εμβληματικό άσμα. Είχα αυτοσχεδιάσει εκείνη την ώρα, δεν ήταν τίποτα χορογραφημένο. Ο τύπος αυτής της γυναίκας με σημάδεψε, ενώ δεν είμαι έτσι σαν γυναίκα.» Νόμιζα ότι έπαιζε τον εαυτό της. «Τρίχες, μπλόφα, μούφα, γλυκιά μου. Απλώς είχα τους γενετικούς αδένες και την προσωπικότητα να επιβάλω αυτό τον τύπο. Εγώ ήμουν τελείως άλλος άνθρωπος, απολύτως πιο ευάλωτη και απολύτως πιο συναισθηματική. Είχα ανάγκη από το άγγιγμα της ψυχής και το άγγιγμα της καρδιάς. Αλλά δεν το έδειχνα, το κράταγα για μένα.» Και πότε κατάλαβε ότι ήταν μια καλή ηθοποιός; «Στα “Κόκκινα Φανάρια”, στο θέατρο. Ως τότε ήθελα να τα παρατήσω. Έλεγα ότι δεν είναι αυτό το επάγγελμα για μένα. Σ’ αυτή την παράσταση έκανα ένα μεγάλο μονόλογο και μετά έφευγα από τη σκηνή στραπατσαρισμένη ως παλιά εταίρα του λιμανιού. Όταν ξέσπασε ένα εκκωφαντικό χειροκρότημα, είπα “πάει, θα μείνω στο θέατρο”.» Ήταν μια εποχή που γεννούσε stars. Σήμερα; «Star δεν γίνεσαι πια, γιατί η μικρή οθόνη δεν σε επιβάλλει όσο η μεγάλη. Η μεγάλη οθόνη θέλει εισιτήριο που ισούται με μια ψήφο. Κάναμε 700.000 εισιτήρια και ήταν 700.000 ψήφοι.»
Απόλυτοι έρωτες
Αναρωτιέμαι αν μια τέτοια περσόνα φόβιζε τους άντρες. «Φυσικά. Οι έξυπνες γυναίκες το παίζουν χαζοβιόλες κι εγώ δεν ήμουν τόσο έξυπνη. Οι άντρες αντιδρούσαν άσχημα απέναντί μου. Δεν συγχωρούν οι μάγκες εύκολα το να είσαι σε ένα επάγγελμα προβολής. Εγώ κανονική γυναίκα ήμουν, αλλά δεν το καταλάβαιναν. Όταν η γυναίκα είναι πιο προβεβλημένη από έναν άντρα το πληρώνει.» Όμως είναι γεμάτη από έρωτα. «Έφαγα πολλά χρόνια με κάθε άντρα και μου έχουν επισυνάψει 500 σχέσεις που δεν υπήρξαν. Έμεινα επτά χρόνια μόνη μου, από τα 35 μέχρι τα 42, εποχή που ήμουν στα ντουζένια μου. Είχα πάθει ένα σοκ από προηγούμενη σχέση και δεν ήθελα να συνυπάρχω με κανέναν. Δεν άντεχα στην ιδέα ότι θα με ακουμπήσει έστω και στα ακροδάχτυλά μου ένας άντρας. Μετά παντρεύτηκα τον άντρα μου που δεν ήταν πολύ ενοχλητικός σε αυτό τον τομέα και με βόλευε πάρα πολύ. Είχα ένα θηριώδες σπίτι στα Σπάτα, μια πεθερά με μια κατσικούλα μαλτέζικη κι έλεγα ν’ αφήσω το θέατρο να κάτσω στον Πύργο μου. Δύο χρόνια έμεινα παντρεμένη. Είχα ένα πολύ δυστυχισμένο γάμο, αλλά ένα πολύ ευτυχισμένο και βελούδινο διαζύγιο. Μετά που χώρισα με τον άντρα μου με κέρδισε με το χιούμορ του ο Γιάννης Καραλής. Έμεινα μαζί του πολύ καιρό.»
Δεν είχε σχέση με συμπρωταγωνιστές, εκτός από τον Ανδρέα Μπάρκουλη με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη. «Ήμασταν μαζί τρία χρόνια. Είχε υπέροχους γονείς, αλλά ήθελα να χωρίσω από τον πρώτο χρόνο. Όμως φοβόμουν. Γι’ αυτό και μετά έμεινα, όπως σου είπα, πολλά χρόνια μόνη μου.» Υπήρξε όμως ένας έρωτας που την καθόρισε. «Υπήρξε στη ζωή μου ένας άντρας που ήταν ο απόλυτος έρωτας. Έπρεπε όμως κάποια στιγμή να χωρίσω.» Τότε ήταν που έκανε τη γυμνή φωτογράφηση για το Playboy. «Η μόνη ελπίς για να χωρίσω ήταν να μπει αυτός ο προστατευτικός φράχτης. Ήξερα ότι δεν θα μου το συγχωρούσε.»
Όμως η Μαίρη δεν ξαναπαντρεύτηκε. «Δεν ήθελα, για όνομα του Θεού, να κάνω ένα δεύτερο γάμο. Ήθελα όμως πολλά παιδιά – δεν είναι αστείο; Τελικά δεν έκανα κανένα και τώρα ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό. Άλλαξα γνώμη όταν διαπίστωσα πως ένα παιδί γίνεται για να πραγματοποιηθεί ένας γάμος, το δεύτερο παιδί για να τον στεριώσει. Αυτή η εξίσωση –ένα παιδί συν μισός γάμος, συν ολόκληρη δυστυχία– δεν με ενδιαφέρει. Ανώτερα μαθηματικά για μένα. Γίνεται και τρίτο παιδί; Είναι η δεύτερη κρίση στο γάμο και σώζεται η ελληνική αγία οικογένεια, που μόνο αγία δεν είναι. Ήμουν παιδί χωρισμένων γονιών και δεν ήθελα να έχω ένα παιδί χωρισμένων γονιών.»
Το σίγουρο είναι ότι η Μαίρη ήταν μια γυναίκα που αναζητούσε σαν μια άλλη Μπλανς Ντιμπουά τη μαγεία μακριά από το ρεαλισμό και πίστευε στην καλοσύνη των ξένων. Πώς θα μπορούσαν οι άντρες να της αντισταθούν; Δεν είναι τυχαίο που τη ζήλευαν. «Με ζήλευαν πολύ, λες και ήμουν η Λουκρητία Βοργία, ενώ ήμουν απόλυτα πιστή. Φοβισμένα αγόρια, με ανάγκη για κυριαρχία. Εγώ δεν ξέρω τι θα πει ζήλια, δεν ψάχνομαι, πιστεύω ό,τι μου πουν. Έλειψε τρεις ώρες και είπε ότι είχε πάει στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα; Το πιστεύω. Βάρδα μην έρθει μπροστά μου κάτι. Εκεί γίνομαι θηρίο. Όχι, κύριε. Να μπεις στον κόπο να πεις ένα ωραίο ψέμα και να με κοροϊδέψεις, μην το φέρεις μπροστά μου και το δω. Είναι αυτοσυντήρηση να μην ψάχνεις. Γενικά είμαι του επικούρειου φιλοσοφικού συστήματος. Θέλω να περνάω καλά κι όχι να τρώγομαι.» Και, ναι, πιστεύει στη διάφανη, αιώνια αγάπη. «Αν είσαι ρομαντικός πεθαίνεις ρομαντικός, κι εγώ υπήρξα αθεράπευτα ρομαντική. Αν είσαι τυχερός βρίσκεις το άλλο μισό κι ας μη διαρκέσει για πάντα.»
Η αδελφική σχέση με τον Κούρκουλο
Είναι γνωστή η αμοιβαία αδυναμία που είχαν η Μαίρη και ο Νίκος Κούρκουλος – μάλιστα εκείνη έχει βαφτίσει και το γιο του, τον Άλκι. «Γνωριστήκαμε όταν εκείνος ήταν στη δραματική σχολή κι εγώ στο χορό του αρχαίου δράματος. Όταν πέθανε, κλείναμε 52 χρόνια εξαιρετικής φιλίας. Ο Νίκος ήταν ο αδελφός που δεν είχα κι εγώ ήμουν η αδελφή που δεν είχε. Εκείνος έτρεχε πάντα για μένα. Μου έκανε βέβαια και φοβερές φάρσες – στο θέατρο ειδικά έκανε το παν για να με κάνει να γελάσω στις πιο δραματικές σκηνές. Μια φορά, όταν παίζαμε στην ταινία “Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο” είχε μια σκηνή που έπρεπε να μπω σε ένα βάλτο και ο Γιάννης Βόγλης προσπαθούσε να με βιάσει. Την καίρια στιγμή ερχόταν ο Κούρκουλος και άρχιζε το μπουνίδι. Ο Νίκος είχε συνεννοηθεί με τους άλλους να μη μου πουν ότι είχε βδέλλες. Την έτρωγα εγώ; Ρώτησα τους χωρικούς και μου λένε “τίγκα στις βδέλλες ο βάλτος. Για να μην κολλήσουν πάνω σου δεν πρέπει να μυρίζεις σαν άνθρωπος”. Άλειψα τα πόδια μου μέχρι τη μέση με βενζίνη, πετρέλαιο, άρωμα, μπόλικο ταλκ, φόρεσα κάτι κάλτσες χοντρές και μπότες, πήγα αρματωμένη. Δεν με πλησίασε βδέλλα. Έλα όμως που εκείνοι δεν τη γλίτωσαν! Την πάτησαν. Τον αγαπούσα τον Νίκο. Ήξερα τα πάντα για κείνον κι εκείνος τα πάντα για μένα. Ο Νίκος ήταν αρσενικό, δεν είχε ανάγκη όλες αυτές τις επιβεβαιώσεις που χρειάζονται οι άντρες. Ήταν όμορφος, ταλαντούχος, επιβεβαιωμένος. Τα είχε όλα.»
Μαθήματα ζωής
Η Μαίρη ήπιε τη ζωή γουλιά-γουλιά και την απόλαυσε. Αναρωτιέμαι αν νιώθει πιο επιτυχημένη στην καριέρα ή στην προσωπική ζωή της. «Πιο εύκολα μου ήρθε η καριέρα. Από την πρώτη στιγμή είχα πρωταγωνιστικούς ρόλους. Δεν θα έμενα στη δουλειά αυτή αν ήμουν δευτεραγωνίστρια. Είναι πολύ σκληρή δουλειά αν είσαι πρώτη, πού να είσαι και δεύτερη. Τα προσωπικά μου δεν είναι ότι μου πήγαν άσχημα, εκτός από την καταπίεση που είχα, αλλά περίμενα πάντα το επόμενο πράγμα που θα μου συμβεί. Γενικά δεν είχα ανασφάλειες. Σκοτούρα μου. Εγώ προσπαθώ να κάνω το καλύτερο. Αν το κάνω καλώς, αν όχι “πάμε για άλλα”, αυτό ήταν το motto μου. Πιστεύω απόλυτα πως όλοι έχουμε γραμμένο ένα κάρμα, τα χρέη μας, και πληρώνουμε γι’ αυτά. Κι εγώ δεν είμαι φρέσκο πνεύμα.»
Είχε αστείρευτη δόξα. Περιουσία όμως; «Ζούσα πολύ άνετα αλλά δεν έχω κάνει χρήματα. Όλα μου τα σπίτια τα έδωσα στο Χαμόγελο του Παιδιού, δεν έχω τίποτα στο όνομά μου. Σιχαίνομαι την ιδέα από μια ηλικία και πάνω να έχει κανείς τίτλους ιδιοκτησίας. Η ύλη κι εγώ έχουμε γεννηθεί σε διαφορετικά φέουδα. Άσε που πιστεύω ότι χέρι που δίνει δεν μένει ποτέ άδειο. Δεν στερήθηκα, έζησα πλούσια και γεμάτα τα χρόνια μου. Ταξίδεψα πολύ, έζησα σε ωραία σπίτια, ντύθηκα με υψηλή ραπτική, ό,τι ήθελα το έκανα. Είμαι ξέχειλη από εμπειρίες, αναμνήσεις, αισθήσεις, αισθήματα.»
Όλα τα παραμύθια έχουν κι ένα δράκο. Ο δικός της δράκος ήταν ο θάνατος που καραδοκούσε κι εκείνη κατάφερε να τον ξεγελάσει. «Έξι φορές πήγα να φύγω από τη ζωή. Όταν είχα το τροχαίο σταμάτησα το θέατρο, έκανα μια αποτυχημένη εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη. Μετά το ατύχημα με πήγαν στο νοσοκομείο με ανακοπή, εννέα μέρες με κρατάγανε με μηχανήματα. Μετά κάηκα. Και πέρσι ήμουν σε βαρύ κώμα. Δεν το πιστεύω πως συνήλθα. Πήγα πολλές φορές στο θάνατο και γύρισα. Ένας φίλος μου μού είπε ότι ο Δημιουργός με άφησε να ζήσω για κάποιο λόγο. Δεν ξέρω ποιος είναι, ακόμα τον ψάχνω.»
Δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Τόσα χρόνια σε αναπηρικό καροτσάκι, είπε ότι θα περπατήσει και το κατάφερε με τη βοήθεια του φυσικοθεραπευτή της Κώστα Γλάρου, που είναι ο δικός της φύλακας άγγελος. «Σαν θεό τον βλέπω. Αλλά είμαι πλέον η άτυπη γραμματεύς του. Όσοι τον θέλουν παίρνουν εμένα τηλέφωνο. Όποιος τον θέλει θα βρει τα στοιχεία του στο physiathlon.gr.»
Φοράει ένα T-shirt με μονόγραμμα που θυμίζει Μ. Την πειράζω γι’ αυτό. Ενίσταται. «Είμαι ματαιόδοξη, αλλά όχι και τόσο που να τυπώνω το μονόγραμμά μου στις μπλούζες μου. Είναι το διαφημιστικό T-shirt tου Κέντρου Υγείας του φυσικοθεραπευτή μου.»
Η Μαίρη είναι γεμάτη από εμπειρίες. Υπάρχει κάτι που της λείπει; «Κάτι μου λείπει αλλά δεν μπορώ να το πω, είναι το μυστικό μου. Μου έχει δώσει αρκετά η ζωή, ας πάρει και κάτι πίσω, δεν βαριέσαι.»