Αλέξανδρος Γκιννής: Η ζωή και η καριέρα του κορυφαίου Έλληνα σκιέρ

Ο σκιέρ που μας χάρισε την πιο ιστορική στιγμή της Ελληνικής χιονοδρομίας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα συστήνεται σε μια σπάνια συνέντευξη.

Ο Αλέξανδρος Γκιννής έγραψε την πρώτη σελίδα της ιστορίας του σκι στη χώρα μας αφού κατάφερε να μας χαρίσει τα πρώτα μετάλλια στα χειμερινά σπορ μετά από 130 χρόνια. Αρχικά στο Παγκόσμιο Κύπελλο σκι στο Σαμονί και στη συνέχεια στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Κουρσεβέλ. Και όλα αυτά ενώ άλλαξε ομοσπονδία –από την αμερικανική που αγωνιζόταν άρχισε να αγωνίζεται για την ελληνική– και επέστρεψε στην ενεργό δράση ύστερα από έξι χειρουργεία. Με πολύ πείσμα λοιπόν και τη στήριξη της οικογένειάς του μας έμαθε πως όλα μπορούν να συμβούν κάνοντας τον κόσμο να μιλά για «χολιγουντιανό σενάριο» και «τακτική συρτάκι».

Το περίμενες καθόλου πως θα ερχόταν αυτό;

Το αποτέλεσμα πίστευα πως θα ερχόταν κάποια στιγμή, γι’ αυτό και συνέχισα το σκι, όμως αυτό που έγινε μετά –ότι θα ήταν τόσο μεγάλη η αντίδραση– σίγουρα δεν το περίμενα, όχι.

Τι σου λέει ο κόσμος;

Εξαρτάται. Υπάρχουν οι φίλοι και οι συναθλητές μου στο tour που τους φαίνεται τρελό, γιατί είμαστε μια μικρή ομάδα και ξέρουν πόσα χειρουργεία έχω κάνει και την ιστορία μου. Οπότε είδαν ότι επιτέλους μου βγήκε και παίρνω το respect από αυτούς για το ότι μπόρεσα επιτέλους να τα καταφέρω. Μετά, από τον υπόλοιπο κόσμο αρκετά μηνύματα, από διάφορους ανθρώπους. Παράδειγμα, από τους Αυστριακούς, που δεν ήξεραν καν ότι η Ελλάδα έχει βουνά, μέχρι και τη δασκάλα μου στο δημοτικό, που είδε το όνομά μου και μου έστειλε μήνυμα… Είναι συγκλονιστικό.

Είχες δει και εκείνο το δημοσίευμα που παρομοίασε την πορεία σου με «τακτική συρτάκι»;

Το έχω δει αυτό, ναι. Με αυτό γέλασα, ήταν κάτι που μου άρεσε. Δυστυχώς, το κινητό μου αυτή τη στιγμή είναι ένα χάλι. Μετά τον αγώνα πήγαμε απευθείας και πακετάραμε για Αμερική. Αρχίσαμε αμέσως προπόνηση, οπότε πέρα από αυτά που είδα στο Instagram δεν έχω διαβάσει κάτι άλλο.

Υπήρξαν και Έλληνες αθλητές που έσπευσαν να σε συγχαρούν για την επιτυχία σου;

Ναι, ναι, πάρα πολλοί. Ο Στέφανος Τσιτσιπάς, η Μαρία Σάκκαρη, αρκετοί ποδοσφαιριστές. Μιλήσαμε στα social.

Νομίζεις πως έπαιξε ρόλο και το ότι η Ελλάδα ήταν το outsider, χωρίς παράδοση στο σκι;

Ναι, σίγουρα και αυτό. Το σκι είναι ένα αρκετά ακριβό σπορ και είναι δύσκολο να το κάνουμε στις δικές μας εγκαταστάσεις. Είναι ιδιαίτερο σπορ, ειδικά για μια χώρα όπως η Ελλάδα. Στην Αυστρία –επειδή πήγα σχολείο εκεί–, κάθε Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή πηγαίναμε για σκι με το σχολείο. Οπότε έτσι προκύπτουν και ταλέντα, είναι στην κουλτούρα τους. Στην Ελλάδα, για να μπεις στο σκι πρέπει να είσαι από μια οικογένεια που ξέρει αυτό το σπορ, μπορεί να πάει μέχρι τον Παρνασσό, να σου αγοράσει εξοπλισμό, και είναι σίγουρα πιο δύσκολο. Φαντάσου, υπάρχουν Αυστριακοί αθλητές που στο σλάλομ το μπάτζετ τους είναι εκατομμύρια. Και τώρα ήρθε η Ελλάδα και έγινε όλο αυτό. Φαίνεται σαν αστείο, όχι απλώς απίστευτο.

Εσύ που μεγάλωσες;

Έχω γεννηθεί στην Ελλάδα, μεγάλωσα στη Βουλιαγμένη. Πήγα σχολείο στην Ελλάδα μέχρι και την έκτη δημοτικού, αλλά περίπου στα 12 μου, επειδή ο πατέρας μου δούλευε για μια εταιρεία σκι, πήγα στην Αυστρία για τρεις-τέσσερις μήνες – από Νοέμβριο μέχρι Μάρτιο. Πήγαινα εκεί το χειμώνα στον πατέρα μου, γιατί οι γονείς μου ήθελαν να έχω επαφή με το εξωτερικό ώστε να μάθω μια καινούρια γλώσσα και να έχω και μια άλλη κουλτούρα. Αλλά όταν επέστρεφα ακολουθούσα πάλι το πρόγραμμά μου στην Ελλάδα. Στα 16 μου μετακομίσαμε στην Αμερική ως οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας και η μητέρα μου επίσης Ελληνίδα, αλλά οι γονείς της είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική. Δηλαδή η μαμά μου γεννήθηκε σε ένα ελληνικό σπίτι στην Αμερική. Έτσι ήταν ιδέα των γονιών μου εγώ και ο μικρότερος αδελφός μου να σπουδάσουμε στην Αμερική. Οπότε μετακομίσαμε εκεί και κάπως έτσι μπήκα στην Εθνική ομάδα σκι της Αμερικής.

Συνήθως λέμε «τα μεγάλα ταλέντα φεύγουν στο εξωτερικό». Με σένα πώς έγινε το αντίστροφο και έφυγες από την Εθνική Ομάδα της Αμερικής;

Όπως προείπα, το σκι είναι ένα πολύ ακριβό σπορ. Η Αμερική είχε μία πολύ καλή ομάδα με πολλές εγκαταστάσεις και χρήματα. Το 2018 την ομάδα του σλάλομ, που ήμουν κι εγώ, τη διαλύσανε. Μετά εγώ καπάκι έκανα το δεύτερο χειρουργείο για το χιαστό και γύρισα στη δράση το 2019, που ήταν σεζόν covid. Ξαναμπήκα στην ομάδα αλλά είχαν σταματήσει όλα. Εκείνη την περίοδο με είχε πάρει ο τότε προπονητής της Εθνικής Ομάδας της Ελλάδας, που με ήξερε από μικρό παιδί, και μου είπε πως η πόρτα είναι ανοιχτή για να έρθω στην Ελλάδα. Αλλά με ενημέρωσε επίσης πως οι συνθήκες δεν είναι ίδιες εδώ, δεν υπάρχουν χρήματα. Πήρα τους Αμερικάνους τηλέφωνο και τους είπα τι σκέφτομαι για την Ελλάδα. Ήταν δύσκολη στιγμή οικονομικά με την πανδημία και μου είπαν ότι μπορείς να είσαι στην ομάδα, αλλά θα πρέπει να πληρώσεις. Αυτή ήταν μία εξέλιξη που μου το έκανε πάρα πολύ εύκολο.

Και έτσι σε κέρδισε η δική μας Εθνική Ομάδα;

Από μικρός ήθελα να αγωνίζομαι για την Ελλάδα και σκέφτηκα «αν είναι να πληρώσω και να αγωνίζομαι για την Αμερική, προτιμώ να το κάνω για τη χώρα μου, την Ελλάδα». Οπότε ξεκίνησα να κάνω σκι για την Ελλάδα. Άρχισα να ψάχνω πόρους και σπόνσορες, κυρίως αμερικανικές εταιρείες. Τους εξήγησα τι θέλω να κάνω. Πως γεννήθηκα στην Ελλάδα, είμαι Έλληνας και θέλω να ανεβάσω αυτό το σπορ. Έτυχε η μητέρα του μεγαλύτερου σπόνσορά μου να είναι μισή Ελληνίδα. Μόλις άκουσε την ιστορία μου, είπε ότι η μαμά του είχε ένα φούρνο και έτσι μπόρεσε να ξεκινήσει κι εκείνος την εταιρεία του, οπότε κάλυψε τα βασικά μου έξοδα για την πρώτη μου χρονιά. Και έτσι άρχισαν όλα.

To φοβερό στην περίπτωσή σου είναι και οι απανωτοί τραυματισμοί. Αυτό δεν σε αποθάρρυνε;

Είχα έξι χειρουργεία, ναι. Δεν το σκέφτηκα και πολύ. Αν έχω ένα στόχο, επιμένω πολύ σε αυτό που έχω βάλει στο νου μου. Πέρυσι είχα σκεφτεί να σταματήσω, γιατί, ενώ τα πήγαμε καλά την πρώτη χρονιά στην Ελλάδα, ήμουν αισιόδοξος και θα μπαίναμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κόπηκε ο χιαστός μου στην προετοιμασία τον Σεπτέμβριο. Εκεί μου κόπηκαν τα φτερά. Σκέφτηκα ότι οι επόμενοι Oλυμπιακοί Αγώνες είναι σε τέσσερα χρόνια και άντε πάλι απ’ την αρχή. Επίσης, οι σπόνσορες, εφόσον ήμουν από χειρουργείο, ήταν δύσκολο να επενδύσουν σε μένα. Ήταν μια δύσκολη στιγμή και είπα «εντάξει, σταματάω».

Τι σου άλλαξε γνώμη;

Εκείνη τη στιγμή σπούδαζα κιόλας Οικονομικά και πήγα στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς στο Πεκίνο ως αναλυτής. Αφού δεν μπόρεσα να πάω ως αθλητής πήγα ως αναλυτής. Ήμουν εκεί τρεισήμισι εβδομάδες. Είδα όλους τους φίλους μου και είπα «θέλω να γυρίσω». Είπα στη μητέρα μου πως θέλω να προσπαθήσω άλλη μία φορά. Εκείνη μου απάντησε «κάν’ το, πιστεύω σε σένα». Με στήριξαν πολύ με τον αδελφό μου. Η μαμά μου είναι σούπερ μαμά. Και φαντάσου ήταν και μία περίοδος που μου είχαν προσφέρει λόγω των σπουδών μου πολλές δουλειές που πλήρωναν πολύ καλά. Ήταν αρκετά δύσκολη απόφαση, γιατί σκεφτόμουν επίσης πως ήμουν πια 27 και θα πρέπει να τακτοποιήσω κάπως τη ζωή μου. Επιπλέον, πάντα υπάρχουν ερωτηματικά μετά από έναν τραυματισμό. Δεν γυρίζεις ποτέ ο αθλητής που ήσουν πριν. Παρ’ όλα αυτά εγώ έλεγα: «Όχι, θ’ αρχίσω πάλι το σκι.»

Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς σου;

Στην Ελλάδα, όταν η μητέρα μου είχε πάει στον Παρνασσό να μάθει να κάνει σκι. Ο μπαμπάς μου ήταν ο δάσκαλός της και έτσι γνωρίστηκαν.

Πώς ήταν που ως παιδί ταξίδευες σε πολλές χώρες;

Ήμουν πολύ τυχερός που μπόρεσα να το κάνω αυτό. Μιλάω τρεις γλώσσες σαν μητρικές και μπορώ να καταλαβαίνω κι άλλες νοοτροπίες και κουλτούρες.

Βίωσες αυτό που λέμε «στα ξένα νιώθω Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος»;

Ναι, το ένιωθα σε μικρότερες ηλικίες. Όταν ειδικά πρωτοπήγαμε στην Αμερική, που ενώ μιλούσα πολύ καλά αγγλικά είχα λίγη προφορά, η οποία έφυγε βέβαια γρήγορα. Και μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια στην Αμερική αντίστοιχα τα ελληνικά μου δεν ήταν όπως πριν. Όταν ήμουν Αμερική ήμουν ο Έλληνας και όταν ερχόμουν Ελλάδα ήμουν το Αμερικανάκι. Οπότε υπήρχε στα 22 μου περίπου αυτό το ενδιάμεσο, που ένιωθα ότι δεν έχω ένα πατρικό σπίτι. Τώρα που είμαι μεγάλος όμως και έχω παντού παρέες νιώθω πολύ καλά.

Όταν είσαι στο εξωτερικό σου λείπει κάτι από εδώ;

Ο καφές και ο φούρνος το πρωί. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που κάνω όταν έρχομαι στην Ελλάδα. Μετά, ξέρεις: ταβέρνες, καφές με τις παρέες μου… Μου αρέσει αυτό που δεν υπάρχει σε άλλες κουλτούρες, που ξεκινάς να μιλάς για κάτι με τους φίλους σου και μιλάς για ώρες. Κάθεσαι από τις 6 το απόγευμα να πιεις έναν καφέ και μιλάς μέχρι τις 3 το πρωί και σχολιάζεις και περνάς καλά.

 

Info: Η συνέντευξη δόθηκε στην Αμάντα Φούντη και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Downtown, στο τεύχος του Μαρτίου.