Παρασκευή βράδυ και η συντριπτική πλειονότητα του κοινού στο γεμάτο θέατρο Πόρτα είναι γυναίκες – για την ακρίβεια, οι άντρες θεατές είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, ίσως και του ενός χεριού! Έχουμε έρθει, λοιπόν, να δούμε ένα «γυναικείο» έργο; Αυτό θα μπορούσε να υποθέσει κανείς βλέποντας ότι ο θίασος του Top Girls απαρτίζεται αποκλειστικά και μόνο από γυναίκες: Μαρία Καβογιάννη, Αλεξία Καλτσίκη, Βίκυ Βολιώτη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ειρήνη Μακρή και Άλκηστις Πολυχρόνη. Η αλήθεια είναι ότι στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται το φεμινιστικό ζήτημα, όπως το έβλεπε η συγγραφέας Caryl Churchill το 1982, υπάρχει όμως κι ένας ευρύτερος προβληματισμός με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις, από τότε που ο θατσερισμός ήταν στο απόγειό του.
«Το Top Girls αποτελεί μια νηφάλια οπτική στο γυναικείο ζήτημα, που αρνείται τις χρωματισμένες υπεραπλουστεύσεις και τη διαρκή συνθηματολογία, που δικαιολογείται μόνο ως θυμός και αμηχανία μπρος σ’ έναν κόσμο που αλλάζει βίαια και δραματικά», σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που υπογράφει τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία. «Όσο ακόμα υπάρχουν άνθρωποι και τάσεις που αντιμετωπίζουν το γυναικείο θέμα ως μια αφορμή για διαχωρισμό και όχι για ένωση, η ανάγκη για διάλογο με τη γυναίκα του σήμερα καθίσταται απολύτως αναγκαία». Αν θέλουμε να το δούμε ευρύτερα, η Churchill δεν δείχνει μόνο τι μπορεί να γίνει όταν μια γυναίκα διεκδικεί μια κορυφαία θέση στο εργασιακό χώρο, αλλά και πώς η ταξική διαστρωμάτωση μπορεί να εμποδίζει τόσο γυναίκες όσο και άντρες να το πετύχουν, για να μην το πάμε ακόμα παραπέρα, διερωτώμενοι πώς τέτοιες θέσεις επιβάλλουν έως και απάνθρωπες συμπεριφορές ανεξαρτήτως φύλου.
Στην πρώτη πράξη, η Μαρλήν, μια φιλόδοξη γυναίκα καριέρας των αρχών του ’80, καλεί σε δείπνο μια σουρεαλιστική παρέα γυναικών, ιστορικών προσώπων που έζησαν σε διαφορετικές εποχές αλλά και ηρωίδων της τέχνης, οι οποίες είχαν όλες κάτι κοινό: αναγκάστηκαν να θυσιάσουν ένα ζωτικό κομμάτι του εαυτού τους κάποια στιγμή της ζωής τους, ερχόμενες σε κόντρα με τα πατριαρχικά πρότυπα της εκάστοτε εποχής. Από τη Γιαπωνέζα Λαίδη Νίτζο, παλλακίδα ενός Ιάπωνα αυτοκράτορα του 13ου αιώνα αλλά και Βουδίστρια μοναχή με σημαντικό συγγραφικό έργο (την οποία ενσαρκώνει με απολαυστικό νεύρο η Αλεξάνδρα Αϊδίνη) μέχρι την Πάπισσα Ιωάννα, που φέρεται να έζησε τον Μεσαίωνα αν και μπορεί να μην υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα, κι από την Ιζαμπέλα Μπερντ, Βικτωριανή ταξιδιώτισσα κι εξερευνήτρια, μέχρι την Γκριζέλντα, φιγούρα μεσαιωνικών θρύλων, όλες αφηγούνται ιστορίες που ακροβατούν ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, απαριθμώντας τολμηρά εγχειρήματα και θυσίες.
Στο δεύτερο μέρος, η δράση προσγειώνεται στη Βρετανία της εποχής που γράφτηκε το έργο και εστιάζει στη Μαρλήν, που δουλεύει σε γραφείο ευρέσεως εργασίας για γυναίκες και φαίνεται πως έχει κάνει τις δικές της θυσίες για να θεωρηθεί χειραφετημένη. Αν στη δεύτερη πράξη υπάρχουν κάποιες αναλογίες με τον έντονο ρυθμό και το περιεχόμενο της πρώτης, στην τρίτη η τονικότητα του έργου αλλάζει δραματικά, σαν να συρρικνώνεται για να χωρέσει σ’ ένα ντουλάπι γεμάτο μυστικά. Προσωπικά, είχα μια ένσταση για τη συνεχή κίνηση πάνω στα τροχήλατα σκαμπό και για τις ’80s μουσικές παρεμβάσεις, που είχα την αίσθηση ότι δημιουργούσαν ένα κλίμα ευφορίας που αποπροσανατόλιζε από την υπόθεση. Αν έγιναν για να μας βάλουν στο κλίμα της εποχής, ίσως ήταν πιο αποτελεσματικό να ακούγονταν αποσπάσματα από λόγους της Θάτσερ.
«Το Top Girls –έργο που θεωρείται και είναι πλέον κλασικό– είναι αποκύημα μιας γυναίκας συγγραφέως που στοχάζεται με τόλμη και βιωματικό προβληματισμό», καταλήγει στο σημείωμά του ο Μοσχόπουλος. «Οι πραγματικές μάχες, άλλωστε, δεν περιορίζονται σε συνθηματολογία και συναισθηματολογία. Δίνονται χαμηλότονα και σε προσωπικό επίπεδο, μέσα από την ενδοσκόπηση και την ανάληψη των ευθυνών».