H Victoria Hislop θέλει ελληνικό διαβατήριο!

Συνέντευξη με τη δημοφιλή Βρετανίδα συγγραφέα, που επιβεβαιώνει για μία ακόμα φορά τη μεγάλη της αγάπη για την Ελλάδα και τολμά στο νέο της βιβλίο να εστιάσει σε ένα θέμα για το οποίο κάποιοι την αποθάρρυναν να γράψει: τον Εμφύλιο. Από τον Πάρη Κορμαρή

Η πρώτη μου συνέντευξη με τη Victoria Hislop έγινε τηλεφωνικά, το 2007, μόλις είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το πρώτο της μυθιστόρημα, Το Νησί. Το θέμα του ήταν εμπνευσμένο από τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί στον Κόλπο της Ελούντας, στην Κρήτη, που είχε χρησιμοποιηθεί για δεκαετίες ως λεπροκομείο. Λίγους μήνες αργότερα, βρέθηκα με τη Victoria σε ένα καΐκι που μας πήγαινε εκεί, ακριβώς 50 χρόνια μετά την αποχώρηση και των τελευταίων ασθενών. Τριγυρίζοντας μαζί της στα δρομάκια, κατάλαβα πώς τα σπαράγματα του παρελθόντος είχαν ξυπνήσει μέσα της τη λογοτεχνική έμπνευση και την είδα να δακρύζει όταν έφτασε στο σπίτι όπου είχε φανταστεί να μένει η αγαπημένη της ηρωίδα. Η ευαισθησία αυτή είχε αποτυπωθεί στην πλοκή του μυθιστορήματος, το οποίο ήταν ήδη παγκόσμιο best seller και της είχε χαρίσει το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα στα Βρετανικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ η επιτυχία του βιβλίου στην Ελλάδα και η τηλεοπτική μεταφορά του στο Mega την έκαναν «δικό μας άνθρωπο».

Έκτοτε, έχει γράψει και άλλα βιβλία για την Ελλάδα, τώρα όμως επιστρέφει έχοντας επιλέξει ένα από τα πιο τολμηρά, κατά τη γνώμη μου, θέματά της, τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Η Θέμις, κεντρική ηρωίδα στο Όσοι Αγαπιούνται, ξεκινά από τα Πατήσια του 1930 για να βιώσει εκεί την τραυματική περίοδο της Κατοχής, να πολεμήσει μετά την απελευθέρωση με την πλευρά των Κομμουνιστών και να καταλήξει εξόριστη στη Μακρόνησο. Η ιστορία συνυφαίνεται με πραγματικά ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, περνώντας από τη χούντα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου και φτάνοντας μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. Όσο για τον τίτλο του βιβλίου, είναι από το ποίημα Επιτάφιος, του Γιάννη Ρίτσου, που γράφτηκε το 1936, με αφορμή τη φωτογραφία μιας μητέρας η οποία θρηνεί τον χαμό του γιου της, απεργού καπνεργάτη που χτυπήθηκε στη Θεσσαλονίκη. «Πουλί μου, χίλιες δυο ζωές με σένανε με δένουν», λέει το σχετικό απόσπασμα, «κι όσοι αγαπιούνται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν».

Πώς διάλεξες τον συγκεκριμένο τίτλο;

Τον περισσότερο καιρό που έγραφα το Όσοι Αγαπιούνται -και μιλάμε για χρόνια- δεν είχα καταλήξει. Είχα ως τίτλο εργασίας τη λέξη «αντίσταση», γιατί κάθε χαρακτήρας αντιστέκεται με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο σε κάτι (στην πείνα, στους Ναζί, στην εξουσία, στα βασανιστήρια, στον θάνατο κ.ο.κ.), αλλά δεν ήθελα να είναι αυτός ο τελικός τίτλος. Είχα γράψει το μεγαλύτερο μέρος και μια φωνή μέσα μου ρωτούσε: «Τι ακριβώς αφορά αυτό το βιβλίο;». Υπάρχουν στιγμές που τα ιστορικά γεγονότα ήταν εξαιρετικά ζοφερά. Άρχισα, λοιπόν, να αναζητώ τις λυτρωτικές πλευρές της ιστορίας, τι μπορεί να αποκομίσει κάποιος από μια ιστορία επιβίωσης. Τότε ήταν που διάβασα τον Επιτάφιο του Ρίτσου. Στο ποίημα, μια γυναίκα θρηνεί τον χαμένο της γιο και -έπειτα απ’ όλη την οργή και τη θλίψη- του λέει ότι ο θάνατός του δεν ήταν μάταιος και ότι όποιος έχει αγαπηθεί ζει στη μνήμη και έτσι κατακτά ένα είδος αθανασίας. Στη φαντασία μου, η στιγμή που χτυπήθηκαν οι καπνεργάτες, το 1936, και η στιγμή που έπεσε το τανκ στην πύλη του Πολυτεχνείου συνδέονται. Και στις δύο περιπτώσεις χάθηκαν αθώες ζωές και έμειναν μητέρες να θρηνούν. Ο John Kittmer, πολύ καλός μου φίλος και πρώην πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αθήνα, ολοκλήρωσε πρόσφατα τη διδακτορική διατριβή του στον Ρίτσο και οι συζητήσεις μαζί του με οδήγησαν στο συγκεκριμένο ποίημα. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ρίτσος εξορίστηκε στη Μακρόνησο ήταν για μένα καθοριστικό. Πιστός στα ιδανικά του, παθιασμένος, έτοιμος να υποφέρει για τα πιστεύω του – και πάντα αυτό που τον έτρεφε ήταν η ανάγκη του να δημιουργήσει και να καταγράψει. Πόσο εξαιρετικός άνθρωπος πρέπει να ήταν!

 

Διαβάζοντας το βιβλίο είχα την αίσθηση ότι είναι γεμάτο με αναφορές που προδίδουν την ιδιαίτερη σχέση που έχεις με την Ελλάδα. Είναι έτσι;

Με μία λέξη, ναι. Έχω έναν ισχυρό δεσμό με την Ελλάδα. Όταν είμαι εδώ, δεν βαριέμαι ούτε στιγμή – υπάρχει πάντα κάτι να με ιντριγκάρει, κάτι που με τραβάει και με προκαλεί να το κατανοήσω βαθύτερα.

 

Κάτι που αναρωτιούνται πολλοί είναι γιατί τα περισσότερα βιβλία σου έχουν ελληνικό θέμα;

Είναι πολύ απλό. Η Ελλάδα με εμπνέει – και χωρίς έμπνευση δεν γράφω. Δεν είναι ότι αναζητώ ιδέες όταν βρίσκομαι στη χώρα, απλώς η χώρα φαίνεται ότι είναι γεμάτη από ιδέες. Αν κάποιος με έστελνε, ας πούμε, στην Ιταλία, μάλλον θα έβρισκα κάτι, αλλά έπειτα από πολλή σκέψη – και νομίζω δεν θα είχε τη «σπίθα» της πραγματικής έμπνευσης.

 

Συνεχίζεις τα μαθήματα ελληνικών; Μπορείς να διαβάσεις ελληνική λογοτεχνία από το πρωτότυπο;

Κοντεύω! Διαβάζω με χαρά βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά 10-12 ετών, αλλά ένα μυθιστόρημα 400 σελίδων κυλάει πολύ αργά. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι που μπορώ τουλάχιστον να διαβάζω κάποια κομμάτια από ελληνικές εφημερίδες – επιλεγμένα άρθρα και απόψεις. Σιγά-σιγά, με ένα λεξικό στο χέρι, που ελπίζω κάποια μέρα να μη χρειάζομαι πια. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι μπορώ να επικοινωνώ με τον κόσμο, ιδιαίτερα με μεγαλύτερους ανθρώπους που μπορεί να μη μιλάνε αγγλικά.

Στο Πολυτεχνείο, δίπλα στην πύλη που έριξε το τανκ στις 17 Νοεμβρίου 1973

Έχεις πει πως είχες την ιδέα να γράψεις για τον ελληνικό εμφύλιο όταν είδες τη Μακρόνησο για πρώτη φορά. Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σου όταν πήγες στο νησί;

Όντως, είδα τη Μακρόνησο από μακριά πριν από δέκα χρόνια και μου κίνησε την περιέργεια. Έμαθα ότι ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης για κομμουνιστές, εγκαταλελειμμένο πλέον, χωρίς νερό και βλάστηση. Αυτά τα βασικά δεδομένα ήταν αρκετά για να με βάλουν στο μονοπάτι της έρευνας. Διάβασα ό,τι μπορούσα να βρω, είδα βίντεο στο YouTube και αναζήτησα φωτογραφίες. Ήμουν από την αρχή αποφασισμένη να πάω εκεί, αλλά δεν είναι εύκολο, γιατί τα νερά είναι άγρια. Το κατάφερα τελικά το 2015, με τη βοήθεια κάποιων φίλων που τα κανόνισαν όλα. Και ήταν τόσο ξεχωριστό όσο το είχα φανταστεί, αν όχι περισσότερο. Φυσικά, δεν υπάρχουν πια οι σειρές από σκηνές που βλέπουμε στις φωτογραφίες, απομένουν όμως κάποια ερείπια από εκείνα τα χρόνια – ένα τεράστιο διοικητήριο, μια ρημαγμένη εκκλησία, το αμφιθέατρο. Η εικόνα της εγκατάλειψης είναι απόκοσμη και οδυνηρή. Υπάρχει, επίσης, το πολύ επιβλητικό άγαλμα ενός άντρα που έχει στον έναν ώμο μια τεράστια πέτρα, συρματόπλεγμα γύρω από τα πόδια του, και το άλλο του χέρι είναι υψωμένο στον ουρανό, σε μια κίνηση θριαμβευτική. Υπάρχει και μια επιγραφή σε ανάμνηση των γυναικών που εξορίστηκαν εκεί.

 

Σκέφτηκες ποτέ ότι υπάρχει ένας παραλληλισμός ανάμεσα στη Σπιναλόγκα, που αναφέρεται στο Νησί, και τη Μακρόνησο και το Τρίκερι, που αναφέρεις στο Όσοι Αγαπιούνται; Στη μεν απομόνωναν ανθρώπους λόγω αρρώστιας, στα άλλα για πολιτικούς λόγους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα τα νησιά έχουν κάτι κοινό, είναι αποκομμένα, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να απομονώνουν ανθρώπους. Ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα στη Σπιναλόγκα και τη Μακρόνησο, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ουσιαστικά φυλακές, είναι ότι όποιος έφευγε από αυτά έπρεπε να ζήσει με το «στίγμα» του μέρους. Οι πρώην κάτοικοι της Σπιναλόγκας δεν απαλλάσσονταν αμέσως από την ντροπή της λέπρας. Και το ίδιο συνέβη με τη Μακρόνησο, πολλοί που έφεραν το «στίγμα» του κομμουνιστή παρέμειναν περιθωριοποιημένοι χρόνια μετά.

 

Πώς οργανώνεις την έρευνά σου; Αναζήτησες μαρτυρίες πρώην εξόριστων;

Σε πρώτη φάση, διαβάζω, από εκεί προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος πληροφοριών, και αναζήτησα αναφορές και ιστορίες και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Οι φωτογραφίες είναι πολύ σημαντικές, όπως και οι ταινίες. Συνάντησα κάποιους ανθρώπους που είχαν σταλεί εκεί, αλλά πολύ λίγους. Και πολύ συνειδητά δεν αναζήτησα όσους είχαν συμμετάσχει σε μάχες. Δεν ήθελα να χαθώ σε προσωπικές ιστορίες· για την ακρίβεια, η τεχνική μου είναι το ακριβώς αντίθετο. Αν κάποιος θέλει να γράψει μια μαρτυρία, θα ήθελα να τη διαβάσω, όχι όμως να την καταγράψω εγώ, γιατί τότε τα υπαρκτά πρόσωπα γίνονται οι χαρακτήρες μου και δεν δουλεύω έτσι. Θεωρώ πως όλοι μου οι χαρακτήρες είναι αληθοφανείς και ό,τι έχουν «ζήσει» θα μπορούσε να έχει συμβεί. Αυτό σημαίνει μυθοπλασία. Χωρίς να θέλω να συγκριθώ μαζί της σε οποιοδήποτε επίπεδο, η Margaret Atwood έχει πει το ίδιο σχεδόν σε κάθε της συνέντευξη για το The Handmaid’s Tale (Η Ιστορία της Θεραπαινίδας) και για το The Testaments: Πως ό,τι συμβαίνει σε αυτές τις ιστορίες, έχει συμβεί στην πραγματικότητα. Αυτή είναι και η δική μου αρχή.

 

Φοβήθηκες ποτέ να αναφερθείς σε μια τόσο ευαίσθητη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας όσο ο Εμφύλιος;

Ένας συγγραφέας πρέπει να τολμάει, αλλά όταν πρόκειται για έναν εμφύλιο υπάρχουν προφανώς πάθη που παραμένουν ζωντανά και ορισμένοι -πόσο θα ήθελα να πω ονόματα!- υπήρξαν πολύ αρνητικοί ως προς το να γράψω για τη Μακρόνησο. Η Μακρόνησος υπάρχει. Δεν μπορείς να εξαφανίσεις ένα ολόκληρο νησί, αλλά μπορείς να μελετήσεις τι συνέβη εκεί, να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα και να αποφασίσεις αν όλη αυτή η τραγική περίοδος ήταν ένα λάθος για όλους – και αριστερούς και δεξιούς. Η Μακρόνησος για μένα συμβολίζει τι συμβαίνει όταν επικρατούν ακραίες πολιτικές. Σε έναν εμφύλιο πόλεμο, οι μάχες σώμα με σώμα συνήθως κάποτε τελειώνουν, αλλά ο φραστικός πόλεμος, οι αντιμαχόμενες πολιτικές και οι διώξεις συχνά συνεχίζονται για δεκαετίες. Ελπίζω ότι οι έξυπνοι αναγνώστες θα καταλάβουν το μήνυμα – αν νομίσουν ότι είμαι με τη μια ή με την άλλη πλευρά, ίσως να μην έχουν διαβάσει προσεκτικά το βιβλίο. Η Θέμις είναι μια αμφιλεγόμενη ηρωίδα, οπότε ας δούμε πώς θα την αντιληφθεί ο κόσμος.

Στο Μουσείο ΕΑΜικής Αντίστασης, στην Καισαριανή

Όταν γράφεις, σκέφτεσαι τους αναγνώστες σου; Σε απασχολεί ποιο είναι το κοινό σου;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν εστιάζω πολύ στο κοινό μου. Ο πρώτος αναγνώστης όσων γράφω είμαι εγώ, οπότε αρχικά αφηγούμαι κάθε ιστορία σε μένα. Έτσι κρατάω τον ρυθμό της αφήγησης. Τη στιγμή που θα νιώσω ότι βαριέμαι εγώ, θα έχουν βαρεθεί και όλοι οι άλλοι. Νομίζω ότι οι πιο φανατικοί αναγνώστες μου είναι γυναίκες, κρίνοντας από το κοινό που έρχεται στις ομιλίες μου, που είναι κατά 80% γυναίκες – ελπίζω, βέβαια, πάντα ότι θα δώσουν τα βιβλία μου μετά και σε κάποιον άντρα να τα διαβάσει. Όσον αφορά εθνικότητες, οι Βρετανοί, οι Έλληνες, οι Γάλλοι, οι Νορβηγοί, οι Ισραηλινοί και οι Κινέζοι παραμένουν οι πιο θερμοί θαυμαστές μου, αν και όλα τα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί σε 25 γλώσσες τουλάχιστον, οπότε μιλάμε για ένα αρκετά ευρύ κοινό. Τι περιμένουν; Νομίζω μια καλή ιστορία, κάτι που θα τους μάθει κάτι νέο, ίσως για μια άγνωστη περίοδο της Ιστορίας, και που ίσως θα τους προκαλέσει συναισθήματα.

 

Ποιο είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που έχεις ακούσει ως συγγραφέας;

Είναι όταν μου λένε αναγνώστες μου ότι μαθαίνουν πράγματα, ενώ παράλληλα «αισθάνονται» όταν διαβάζουν τα βιβλία μου.

 

Όπως η Θέμις, έχεις μείνει και εσύ στα Πατήσια. Πώς σου φαίνεται η γειτονιά;

Τα αγαπάω τα Πατήσια. Είναι μια περιοχή γεμάτη με όμορφα κτίρια -art deco, νεοκλασικά, ακόμα και Bauhaus- και όσα έχουν αναπαλαιωθεί προσεκτικά είναι πραγματικά όμορφα. Μην ξεχνάς ότι μου αρέσει η φθορά και τα κτίρια που διαλύονται – έχουν γίνει πολλές φορές πηγή έμπνευσης για κάποια ιστορία μου. Δεν μου αρέσει να είναι όλα τα κτίρια άψογα, οπότε το γεγονός ότι στα Πατήσια υπάρχουν ορισμένα που δεν είναι σε τόσο καλή κατάσταση είναι μέρος της γοητείας τους.

 

Σε ποια άλλη γειτονιά της Αθήνας θα ήθελες να μένεις;

Δεν θα με πείραζε να μείνω στην Πλάκα, νομίζω ότι θα ήταν πολύ χαριτωμένα, ή ακόμα και στο Κολωνάκι κάποτε.

Στη Φωκίωνος Νέγρη, δίπλα στο άγαλμα του σκύλου που αναφέρεται στο νέο της μυθιστόρημα

Περνάς μεγάλα διαστήματα στην Ελλάδα, για περισσότερο από μία δεκαετία, και έχεις ζήσει τα χρόνια της κρίσης. Πώς σου φαίνεται τώρα η κατάσταση;

Είναι σχεδόν αδύνατον να απαντήσω χωρίς να αναφερθώ στην απελπιστική πολιτική κατάσταση που επικρατεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Συγκριτικά, η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή φαίνεται να είναι οργανωμένη και σε τάξη, έχει μπει σε μια ευθεία, ενώ στην Αγγλία επικρατεί πολιτικό χάος. Φαίνεται ότι εσείς έχετε βγει από την κρίση, ενώ εμείς οδεύουμε προς μια. Το Brexit, κατά τη γνώμη μου, ισοδυναμεί με αυτοκτονία και εκπροσωπεί ό,τι χειρότερο έχει να επιδείξει η βρετανική ιδιοσυγκρασία. Αν είχα ένα μαγικό ραβδί και μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω στον Ιούνιο του 2016, θα το έκανα, με την ελπίδα ότι ο κόσμος θα ψήφιζε στο δημοψήφισμα γνωρίζοντας καλύτερα τι εκπροσωπεί η Ευρώπη.

 

Ήσουν, δηλαδή, κατά του Brexit;

Ήμουν απολύτως, απολύτως αντίθετη. Ακόμα και πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit, αισθανόμουν πολύ πιο Ευρωπαία απ’ όσο Βρετανίδα, και τώρα ακόμα περισσότερο. Το ίδιο το δημοψήφισμα ήταν ένας εγωιστικός πολιτικός χειρισμός του David Cameron και η χώρα έχει πληρώσει πολύ μεγάλο τίμημα. Οι συνέπειες του Brexit δεν είχαν γίνει κατανοητές και δεν είχαν επεξηγηθεί – και το αποτέλεσμα προφανώς θα μας οδηγήσει σε πολύ σκοτεινά σημεία. Η όλη σύλληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε στόχο να ενισχύσει την ενότητα και να ενδυναμώσει γειτονικές χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και πρέπει να ανήκουμε σε αυτή την «οικογένεια». Κατά τη γνώμη μου, όσοι αντιμετωπίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο ως μια οικονομική συμμαχία χάνουν το μεγαλύτερο μέρος του νοήματος. Τώρα η κατάσταση είναι χαοτική, ουσιαστικά όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας έχουν διχοτομηθεί. Το Εργατικό Κόμμα αρχικά ήταν υπέρ του Brexit, ενώ οι Συντηρητικοί ως επί το πλείστον όχι. Είμαι τελείως απογοητευμένη απ’ όλο αυτό. Αν κάποιος μου έδινε ελληνικό διαβατήριο, θα το δεχόμουν με χαρά.

 

Ποια μέρη αγαπάς στην Ελλάδα, τι απολαμβάνεις;

Αυτό είναι πολύ μεγάλο θέμα! Αγαπάω πολύ την Κρήτη, αυτό είναι δεδομένο. Περνάω πολύ χρόνο εκεί και λατρεύω την περιοχή στην οποία βρίσκεται το σπίτι μου, κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Μου αρέσουν τα γύρω χωριά και ο Κόλπος του Μιραμπέλου, που είναι μαγευτικός και γεμάτος υπέροχες παραλίες. Έχω πάει και σε τόσα άλλα φανταστικά μέρη στην Ελλάδα! Μου αρέσει βέβαια η Αθήνα, έχει τόσο πολλά να δεις και να κάνεις, και εκπληκτικά μέρη για φαγητό. Αλλά λατρεύω και τη Θεσσαλονίκη, θεωρώ ότι είναι μια πόλη στην οποία μπορείς να ενταχθείς πολύ εύκολα, ενώ η θάλασσα την κάνει πολύ ξεχωριστή. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να κάνεις μια βόλτα στη νέα παραλία και το γλυπτό του Ζογγολόπουλου με τις ομπρέλες πάντα μου φτιάχνει τη διάθεση!

Στον Άγιο Ανδρέα Κάτω Πατησίων, τόπο μαρτυρίου της Αγίας Φιλοθέης

Τα ελληνικά θέματα στα βιβλία σου διαδραματίζονται στον 20ό αιώνα. Δεν σε ενδιαφέρουν παλαιότερες εποχές;

Γενικά, έχω ως σημείο αφετηρίας τη χρονολογία που γεννήθηκε η γιαγιά μου, που ήταν το 1898. Ήμουν πολύ δεμένη μαζί της ως παιδί, ήταν πάντα δίπλα μου – και αισθάνομαι ότι οι παιδικές αναμνήσεις της τροφοδοτούσαν τη φαντασία μου, οπότε εκείνη η εποχή δεν μου φαίνεται πολύ μακρινή. Πιο πριν από αυτό δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς ήταν οι άνθρωποι, τι εμφάνιση είχαν και πώς ακούγονταν, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά οπουδήποτε. Δεν έχω προσωπικές μνήμες από ολόκληρο τον 20ό αιώνα, αλλά ακόμα και τα πρώτα χρόνια του επηρέασαν τις ζωές ανθρώπων που έχω γνωρίσει, οπότε μπορώ να συνδεθώ με αυτή την περίοδο.

 

Έχεις βρει θέμα για το επόμενό σου βιβλίο;

Ναι. Είναι συνέχεια του βιβλίου μου Οι Καρτ Ποστάλ. Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό.

 

Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου χωρίς να γράφεις;

Με μία λέξη, όχι. Αγαπώ το γράψιμο. Και δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσα να γεμίζω τον χρόνο μου. Μου αρέσει να καταπιάνομαι με διαφορετικά είδη γραφής -μπορεί για παράδειγμα να ασχοληθώ με τη συγγραφή σεναρίου-, αλλά γενικά δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα προτιμούσα να κάνω σε καθημερινή βάση. Ίσως, όπως λέει το αγαπημένο μου σχόλιο αναγνώστη, για μένα η όλη διαδικασία έχει να κάνει με το ότι μαθαίνω και παράλληλα βιώνω συναισθήματα.

 

*Το Όσοι Αγαπιούνται κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός