Η αγαπημένη ηθοποιός Ρένια Λουϊζιδου μιλάει για το πώς είναι να μεγαλώνεις όμορφα, να κρατάς μια σχέση ζωντανή είκοσι οκτώ χρονιά και να αποδέχεσαι πώς δεν μπορείς να τα κάνεις όλα.

Η Ρένια έχει αποκτήσει μια φήμη στο σινάφι της. Θεωρείται «γουρλού» επειδή ό,τι έχει παίξει έχει γίνει επιτυχία. Στις δύο πιο εμπορικές ταινίες του ελληνικού σινεμά («Safe Sex» και «Πολίτικη Κουζίνα»), σε σειρές, παντού. Φέρεται με οικειότητα και, όταν της λέω για το πόσο άντεξε στα χρόνια, μου απαντάει «τη δουλειά μου κάνω, σαν όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους». Αλλά δεν έχει δίκιο. Σπάνια σε αγαπούν τόσο πολλοί άνθρωποι και για τόσο μεγάλο διάστημα. Και αυτό είναι μια μεγάλη επιβράβευση. Συναντιόμαστε στο καμαρίνι της, στο Θέατρο Κάππα όπου παίζει στη sold-out κωμωδία «Sexy Laundry» με συμπρωταγωνιστή τον Σπύρο Παπαδόπουλο. Μόλις έχει τελειώσει η παράσταση και είναι μαζί της ο Θάνος, ο άντρας της, που πηγαίνει κάθε βράδυ στο θέατρο για να γυρίσουν παρέα στο σπίτι. Είναι μαζί είκοσι οκτώ χρόνια και δείχνουν ακόμα ένα ευτυχισμένο ζευγάρι – κάτι πολύ σπάνιο στις μέρες μας. Το έργο, αντιθέτως, μιλάει για ένα ζευγάρι σε κρίση μετά από είκοσι πέντε χρόνια γάμου και για το θέμα της ηλικίας

Πάλι επιβεβαιώνεται η φήμη ότι είσαι γουρλού: Γεμάτο το θέατρο!
(Γελάει) Δεν ξέρω από πού έχει προκύψει αυτή η φήμη, αλλά ευχαρίστως τον υιοθετώ, τον δέχομαι αυτό τον τίτλο. Παλιά ήμουν πιο ενοχική, ντρεπόμουν. Αλλά τώρα όταν μου το λένε λέω «ευχαριστώ».
Πώς είσαι σήμερα;
Καλά είμαι, νιώθω ότι χάνω την υπομονή μου μερικές φορές, αλλά με «μαζεύω». Πώς μου φαίνεται η ζωή μου; Είμαι ευτυχισμένη που πάει καλά το έργο, που με τον Σπύρο το διασκεδάζουμε πολύ και που ακούω τον κόσμο να γελάει. Και είμαι προβληματισμένη με αυτά που γίνονται γύρω από τον κλάδο. Είμαστε στα κάγκελα. Άσε που νιώθω πως όλοι προσπαθούμε ακόμη να συνέλθουμε από τα χρόνια του covid. To βλέπεις και στον κόσμο, στη μελαγχολία και την επιθετικότητά του. Στον καθένα βγαίνει διαφορετικά. Και όλοι πήραμε ένα μάθημα.
Εσύ τι μάθημα πήρες;
Να μην κάνω μακροχρόνια σχέδια. Ότι όλα μπορούν να ανατραπούν. Και φυσικά να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτές τις αλλαγές. Ας πούμε, ο γιος μου το 2018 έδινε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο κι εγώ ως μάνα τού έλεγα για να τον παρηγορήσω ότι τα φοιτητικά χρόνια είναι τα καλύτερα. Πέρασε, έκανε ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο και τα υπόλοιπα μέσα στο σπίτι. Φυσικά και μου το χτύπησε. Και είχε δίκιο, γιατί είμαστε υπόλογοι στη νέα γενιά. Δηλαδή, από το 2010 που άρχισε η οικονομική κρίση και είπαμε να ορθοποδήσουμε λίγο, ήρθε ο covid, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, ούτε θυμάμαι πόσα χρόνια έχουμε να ζήσουμε χωρίς μέτρα μα οικονομικά, μα υγειονομικά, μα ενεργειακά, οπότε εστιάζω στο να περάσω καλά το
σήμερα, να είμαι δημιουργική, χαρούμενη, υγιής και σχεδιάζω μέχρι και αύριο. Ως εκεί είναι η προοπτική. Γιατί βγαίνουν και τα υπαρξιακά επειδή μεγαλώνουμε.


Το έργο μιλάει πολύ για το θέμα της ηλικίας. Εσύ δείχνεις ιδιαίτερα άνετη.
Ποτέ δεν έκρυψα την ηλικία μου ή τα κιλά μου. Αλλά μετά τα 50 το να δίνεις συνεντεύξεις και να σε ρωτάνε αν έχεις κάνει πλαστική κι αν σε ενοχλεί που μεγαλώνεις με ενοχλεί υπαρξιακά. Δεν κρύβω την ηλικία μου, κάποιες μικροεπεμβάσεις τις έχω κάνει, αλλά γιατί δεν ρωτάτε έναν άντρα πώς είναι μετά τα 50; Μόνο γυναίκες. Σαν να υπάρχει ένας ρατσισμός με τις ηλικίες. Οι άνθρωποι έχουμε κι άλλες πλευρές. Δεν είχα σκεφτεί πριν τα 40, που έδινα συνεντεύξεις, ότι θα με ρωτάνε αν με ενοχλεί ο χρόνος. Είμαι και επαγγελματίας και σύζυγος και μητέρα και δόξα τω Θεώ κάθε χρόνο δουλεύω σκληρά. Και πάντα οι τίτλοι που βγαίνουν είναι για την ηλικία. Κάτι που, ειλικρινά, εγώ δεν το σκέφτομαι. Ειδικά τώρα. Δεν με απασχολεί. Και το θεωρώ προσβλητικό για το φύλο μου. Ο άντρας δεν εγκαλείται να απολογηθεί για το χρόνο που περνάει από πάνω του… Μια φεμινιστική κρίση είναι, μη δίνεις σημασία. Γιατί, περνώντας ο χρόνος, τα θέματα πρέπει να τα λύσεις. Όχι να συμβιβαστείς, αλλά να πορευτείς μαζί τους. Να τα αγκαλιάσεις.
Κάποια στιγμή η ηρωίδα που παίζεις λέει «σιχάθηκα τον εαυτό μου». Εσένα σου έχει συμβεί;
Όχι στο βαθμό που συνέβη με την Άλις, αλλά κάποια στιγμή, μετά τα 50, κάπου ταρακουνιέσαι. Γιατί υπάρχει το κομμάτι που έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση, αλλά και το κομμάτι που έχει να κάνει με τις αντοχές σου. Δεν μπορώ πια να κάνω 10ωρα γυρίσματα και μετά θέατρο, όπως παλιά. Στα 40 τα έβγαζα πέρα, στα 50 τα βγάζω με απώλειες και κόπο. Σωματικά δεν είσαι ίδιος. Ήμουν όμως προετοιμασμένη. Σαφώς δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη νιώθει πως μεγαλώνει, εννοείται, αλλά το στοίχημα με τον εαυτό σου να κερδίσεις το χρόνο καλό είναι να μη γίνεται εμμονή.
Επίσης το έργο μιλάει για την κρίση στις μακροχρόνιες σχέσεις. Εσύ με τον Θάνο πώς τα έχετε καταφέρει είκοσι οκτώ χρόνια;
Σε αυτό που λες με την ηλικία με βοήθησε πολύ και ο άντρας μου. Ποτέ δεν με έκανε να νιώσω άβολα. Γιατί πολλές γυναίκες τρώνε απόρριψη και από τους άντρες τους. Είχα την απόλυτη συμπαράσταση και ενθάρρυνση στο φρικάρισμά μου για το ότι «πέρασαν τα χρόνια». Το να είναι μαζί ένα ζευγάρι είκοσι οκτώ χρόνια παλιά αυτό ήταν συνηθισμένο, τώρα οι άνθρωποι χωρίζουν πιο εύκολα. Αλλά είναι ωραία. Μεγαλώσαμε μαζί, αλλάξαμε, προσαρμοστήκαμε, ελπίζω να βελτιωθήκαμε. Δόξα τω Θεώ. Πώς είμαστε μαζί και καλά είκοσι οκτώ χρόνια; Δεν ξέρω. Μάλλον είναι η ζαριά του Σύμπαντος. Δεν έχω ιδέα. Αλλά ο ένας βγάζει τον καλύτερό του εαυτό στον άλλον. Και είναι σημαντικό να γελάς και να λύνεις τα θέματα. Και το να γελάς το θεωρώ πολύ σημαντικό. Είναι μια οπτική γωνία που επιλέγεις και όλα αποσυμπιέζονται. Βεβαίως, θέλει προσπάθεια, δουλειά. Είχα- με και τις «κοιλιές» μας, αλλά πάντα λέγαμε αλήθειες. Και αυτό που λένε ότι «η αλήθεια αφού πρώτα σου σκάσει στα μούτρα μετά σε απελευθερώνει» ισχύει απόλυτα. Εκτεθήκαμε ο ένας στον άλλον κι αυτό έχει ρίσκο. Η αλήθεια είναι ο πιο σύντομος δρόμος και ο πιο απελευθερωτικός, αν αγαπηθεί αυτή η αλήθεια. Να μη χρειάζεται να υποδύεσαι στον άνθρωπό σου και να παριστάνεις κάτι άλλο, είτε σε επίπεδο εμφάνισης είτε σε επίπεδο χαρακτήρα, να παριστάνεις τον δυνατό. Το να εκθέσεις την αδυναμία σου είναι δύσκολο αλλά απελευθερωτικό.


Τα τελευταία δύο χρόνια έχει δημιουργηθεί κίνημα στο YouTube με τη Ρένια ως αστροπελέκι στους «Απαράδεκτους», το 1991.
(Γελάει) Άνθρωποι που ήταν τότε αγέννητοι με σταματάνε στο δρόμο και μου λένε «θυμόμαστε εκείνη την ατάκα σας». Και μου φαίνεται πολύ ωραίο, σαν οι «Απαράδεκτοι» να κάνουν δεύτερη καριέρα στην πιτσιρικαρία. Και αν το δεις σημειολογικά, το ότι η γλώσσα τού τότε περνάει μηνύματα και σήμερα στους δεκαεξάρηδες δείχνει πως ίσως να ήταν κάτι πιο σημαντικό απ’ αυτό που νομίζαμε ότι κάναμε τότε. Δεν τα έχω δει. Λέω να το κάνω και πάντα κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω. Έχουν γίνει vintage οι «Απαράδεκτοι», αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν πεθαίνω να είμαι θεατής του εαυτού μου. Βλέπω τα επεισόδια που γυρίζω μία φορά αλλά δεν θα με βάλω να με ξαναδώ. Θα δω άλλους. Είναι σαν να μου λες ότι γράφεις εσύ ένα κείμενο και το ξαναδιαβάζεις. Πόσο νάρκισσος μπορεί να είσαι; Όχι, θα δω τι κάνουν οι άλλοι. Από τη διαφορά του άλλου θα μάθεις και θα πάρεις. Γιατί είμαι και πολύ καλό κοινό.
Όλοι ρωτάνε πώς συνεργάζεσαι πάλι με τον Σπύρο Παπαδόπουλο μετά από είκοσι έξι χρόνια.
Χαμογελάω με το μεγαλύτερο χαμόγελο που έχω. Είμαι ευτυχισμένη που δουλεύουμε πάλι μαζί. Και μόλις μου το πρότεινε αμέσως είπα «ναι». Και ως ηθοποιός είχα ανάγκη μετά από τόσα δραματικά έργα και τον covid να παίξω κωμωδία. Να ακούω τον κόσμο να γελάει. Να παίζω με έναν άνθρωπο που τον νιώθω σαν οικογένεια. Ήθελα να φύγω από το σκοτεινό ρεπερτόριο και να κάνω κάτι φωτεινό αλλά και ουσιαστικό, γιατί το έργο έχει και σκληρές αλήθειες. Αλλά τις περνάει από την αστεία οπτική και έχει και happy end – και τελευταία μου αρέσουν πολύ τα happy end. Έτσι ακύρωσα ένα σίριαλ που είχα και επέλεξα να κάνω θέατρο. Επίσης, πάντα θαύμαζα τον τρόπο που παίζει κωμωδία ο Σπύρος.
Γιατί δεν έχεις social media;
Γιατί όσο θετικά μπορούν να λειτουργήσουν –όπως τώρα με όλο αυτό που συμβαίνει έχουν και μια πολύ αρνητική πλευρά. Δεν θέλω να είμαι συνέχεια εκτεθειμένη στο οποιοδήποτε κακό σχόλιο του άλλου. Με ενοχλεί το κακό σχόλιο ακόμη και τώρα, με στενοχωρεί. Παλαιότερα, όταν κάποιος ήθελε να μου πει κάτι, ερχόταν και μου το έλεγε από κοντά, τώρα οποιοσδήποτε μπορεί να γράψει το οτιδήποτε. Οπότε, αποφάσισα να μην μπω σε όλο αυτό τον κόσμο. Και, επίσης, η υπερβολική αποθέωση μου κάνει κάτι άρρωστο. Ήδη έχει μεγάλη έκθεση ο εαυτός μου λόγω της δουλειάς μου. Παρ’ όλα αυτά, με ένα tablet είμαι και διαβάζω και είναι ίσως ο μόνος λόγος που τσακωνόμαστε με τον Θάνο.


Είχες δηλώσει παλιά πως τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει να μην πας το βράδυ στο θέατρο όταν έχεις παράσταση.
Το να μην πάω εγώ ας πούμε να παίξω σημαίνει ότι τριά-ντα άνθρωποι θα χάσουν το μεροκάματό τους, και αυτό είναι πολύ βαρύ. Υπάρχει χρόνος και για σκέψη και για δράση, αν και αυτό το έχω αναθεωρήσει πια. Η εποχή αλλάζει. Και πολύ καλά κάνει. Εμείς γαλουχηθήκαμε έτσι. Αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω πόσο είναι σωστό να φτάνεις τον εαυτό σου στα όρια του απάνθρωπου.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή;
Το 1989, που πέθανε ο πατέρας μου το πρωί κι εγώ το βράδυ έπαιζα κωμωδία. Δεν μπορώ να σου πω σε αυτή την περίπτωση το κλισέ, ότι μου ήταν λυτρωτικό. Ήταν πολύ δύσκολο. Και με 40 πυρετό έχω παίξει με τον Βαλτινό σ’ ένα έργο που λεγόταν «Εκτός ελέγχου». Και γύριζε η σκηνή, τα φώτα, δεν ήξερα πού βρισκόμουν και πού πατούσα. Και αισθάνθηκα ντροπή για τους ανθρώπους που με έβλεπαν από κάτω. Ήμουν εγώ «εκτός ελέγχου».
Πώς ξεκίνησες;
Η Ρένια γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έχει ένα μεγαλύτερο αδελφό. Πέρασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και η καριέρα της ήταν προδιαγεγραμμένη. Κάποια στιγμή, έμαθε για μια audition που έκανε η Ξένια Καλογεροπούλου. Αποφάσισε να πάρει το τρένο και να μετακομίσει στην Αθήνα. Τελικά, η audition ήταν μόνο για άντρες, αλλά η Ξένια της είπε «αφού ήρθες, έλα να σε δω». Και την είδε. Ήταν η φόρα των 20 χρόνων. Άγνοια κινδύνου. Με κάλεσε σπίτι της η Ξένια και
ήταν εκεί με τον αείμνηστο Σκαλιόρα και έκανα audition σπίτι τους. Ωχ, «φλάσαρα» τώρα, ότι πήγα σε audition στο σπίτι. Ακούγεται περίεργο, αλλά συμβαίνει. Εγώ είχα την ευλογία να έχω την Ξένια και τον Σκαλιόρα, κάποιοι είχαν την ατυχία να
είναι κάποιος άλλος. Μετά από κάποιους μήνες με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: «Εγώ δεν έχω κάτι, αλλά ψάχνει κορίτσια ο Σταμάτης Φασουλής για μια επιθεώρηση στο θέατρο Παρκ. Πήγα στη δουλειά, με πήραν. Ήταν το έργο «Ο χορός του Ζαλόγγου» και ήταν πρωταγωνιστές η Μίνα Αδαμάκη, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Φέρτης και ανάμεσα σε όλους οι πιο νέοι, η Δήμητρα Παπαδοπούλου, ο Σπύρος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Μπέζος και ο Βλάσσης Μπονάτσος – οι μελλοντικοί «Απαράδεκτοι». Μετά, ήρθαν τα πράγματα κι αποφάσισα να το ρισκάρω και να μη γυρίσω στη Θεσσαλονίκη. Στα παρασκήνια αυτής της δουλειάς είπε η Δήμητρα να γράψει ένα σίριαλ και μετά από τρία χρόνια κάναμε τους «Απαράδεκτους». Τότε ήταν καλοκαίρι του ’88, που δεν υπήρχαν καν ιδιωτικά κανάλια. Και έγινε. Και ήταν ευτυχία. Όταν είχαν αρχίσει οι συζητήσεις για το reunion καλά έκανε η Δήμητρα και είπε πως δεν μπορεί να γίνει χωρίς τον Βλάσση.


Σου λείπει ο Βλάσσης;
Σοκαρίστηκα όταν έγινε. Πολύ λίγους ανθρώπους έχω γνωρίσει στη ζωή μου να ζουν την κάθε στιγμή στο 100%. Κάθε λεπτό, να μη μένει κάτι. Και όταν έμαθα ότι έφυγε, ένιωσα σαν να έχει γίνει λάθος. Τώρα με τα χρόνια το εμπέδωσα, όπως κι άλλες απώλειες.
Τι σου έμαθε η ζωή;
Τα πράγματα μου ήρθαν στις σωστές δόσεις. Όσα μπορούσα ν’ αντέξω. Στους «Απαράδεκτους» δεν ήμουν πρωταγωνίστρια, και ευτυχώς. Και μετά σιγά-σιγά με τα χρόνια μου ήρθαν και οι ρόλοι και όλα – ευτυχώς όταν εγώ αισθανόμουν ασφαλής. Ωραία πήγαν όλα. Και αισθάνομαι συνεχώς ότι είμαι ένα πρόγραμμα σε εξέλιξη. Και με πολλή δουλειά και με όλα, αλλά και με τον εαυτό μου. Ήμουν πολύ δουλευταρού και ευγνώμων. Δεν τεμπέλιασα. Έβαζα μαστίγιο κάθε μέρα γιατί όλα είναι αμφίβολα αυτές τις εποχές. Θα ήθελα να χαρίσω μια ανεμελιά στον εαυτό μου μετά από τριάντα χρό- νια σκληρής δουλειάς. Πάντα στην τσίτα. Κάποιος μπορεί να νομίζει ότι η καθημερινότητά μας είναι πάρτι, αλλά δεν είναι. Απαιτεί πειθαρχία. Το δε θέατρο είναι δεσμευτικό. Στην τηλεόραση ένα λάθος διορθώνεται, στο θέατρο όχι. Όταν παίζω, δεν μου ανήκει η μέρα μου. Δεν μπορώ να πιω μια μπίρα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Όλη η μέρα μου είναι το θέατρο. Σαν αθλητής. Αλλά σου το ανταποδίδει η σκηνή.
Τι ζηλεύεις;
Αυτούς που είναι 55 και λένε ότι νιώθουν σαν 25. Εγώ ξέρω την ηλικία μου. Τη βλέπω στον καθρέφτη. Γιατί, άλλα τα μάτια του 25άρη και άλλα του 55άρη. Από την άλλη, είμαι καλύτερα που δεν αισθάνομαι 25. Στα 25 δεν ήξερα τι μου γινόταν. Είχα μια αντάρα και μια αγωνία και ένα χάσιμο που δεν τα νοσταλγώ. Νοσταλγώ μόνο την ενέργεια που είχα τότε, αλλά τη γαλήνη και την ισορροπία που έχω τώρα δεν τα ανταλλάσσω με αυτά των 25 ετών. Κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις.