Aκόμα και τόσο ανοιχτά στον κόλπο ακούγονταν τα τζιτζίκια που του έπαιρναν τα μυαλά. Μουρμούρισε μια βρισιά και συνέχισε να σηκώνει με τα γέρικα χέρια του τα δίχτυα. Θα είχε περάσει κανένα μισάωρο που καλάριζε και η φωνή του αντιλάλησε στη γαλάζια επιφάνεια του νερού. «Καλά να πάθεις, κερατά. Ήθελές τα και παθές τα», είπε ο καπετάν Ανέστης, που έβλεπε ότι ο γλάρος δεν έλεγε να βάλει φτερό και να πετάξει καθώς τράβαγε τα δίχτυα του.
Μπλέχτηκε με τα ψάρια, τα χταπόδια και τους αστερίες και ήρθε μαζί τους στη βάρκα. Τον άφησε μπερδεμένο στην άκρη και μόλις τέλειωσε με το μάζεμα έπιασε να τον ξεμπερδεύει συνεχίζοντας τις βρισιές. «Άτιμο
πουλί. Κοίτα, κοίτα χάλια εδώ», συνέχισε τη μουρμούρα του εκείνος. «Κοίτα φτερό, κομμάτια», συνέχισε σαν
να κουβέντιαζε με το γλάρο κι έπιασε την τσακισμένη φτερούγα. Ο γλάρος δεν τον τσίμπησε μήτε του έκρωξε
παρά έμοιαζε να καρτερεί το τέλος του μαρτυρίου του.
Ο καπετάν Ανέστης μόλις τον ξεμπέρδεψε του έδωσε μια και τον πέταξε στο νερό. Καθώς έβαζε μπροστά τη
μηχανή να επιστρέψει στο λιμανάκι, τον κοίταξε. Η σπασμένη φτερούγα επέπλεε ανοιχτή στην επιφάνεια. «Μη
με κοιτάς έτσι, φεύγω. Έχω τόσες δουλειές», του δικαιολογήθηκε. «Ξου τώρα, ξου», του έκανε με το χέρι και με
μια γκαζιά τάραξε τη γαλήνη της θάλασσας. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να μη γυρίσει πίσω να κοιτάξει. Δουλειά του ο ένας, δουλειά του ο άλλος. «Ας ψοφήσει. Ο κόσμος είναι γεμάτος από δαύτους. Ποιος θα τον κλάψει; Κι εμένα όταν ψοφήσω ποιος θα με κλάψει νομίζεις;» μονολόγησε λες και είχε πιάσει κουβέντα με τις τύψεις.
Από τότε που είχε χάσει το γιο του, καπετάνιος κι εκείνος, δεν του έφεραν ποτέ το κορμί του για να το θάψει, πολλές φορές μιλούσε μοναχός του. Την κυρα-Κατίνα την είχε χάσει στη γέννα του γιου τους και όλοι πια στο νησί τον απέφευγαν λες και έφταιγε εκείνος για τα δεινά. Ναι, ήταν παράξενος και κακότροπος, αλλά η καρδιά του χτυπούσε με αγάπη και πίστη. «Αγάπη και πίστη…» μουρμούρισε σαν βλαστήμια ο καπετάν Ανέστης και αναστέναξε.
Έμοιαζε να έχει βάλει στοίχημα με τον καλοκαιρινό ήλιο που έσκαγε ολοκόκκινος και φορτσάτος στον ορίζοντα πως θα τον νικήσει. Δεν θα γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Μα ποιος μπορεί να νικήσει τον ήλιο; «Πανάθεμά σε για πουλί», φώναξε και κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο γύρισε πίσω. Βούτηξε τα χέρια του στο νερό κι έπιασε το γλάρο που αδιαμαρτύρητα πήρε θέση δίπλα στις λαστιχένιες σαγιονάρες του. «Μη θαρρείς πως θα σε πάρω σπίτι να σε γιάνω. Έξω θα σε βγάλω. Αντί να σε φάνε τα ψάρια να σε φάνε οι γάτες.»
Δεν του πήγε καρδιά να τον αφήσει στο μόλο. Ναι, πράγματι, οι γάτες εκεί ήταν πολλές. Τον πήρε πίσω από το μικρό λιμανάκι στο σπίτι του. Είχε κι ένα παλιό κοτέτσι και τον έβαλε εκεί. «Ας ψοφήσεις, ας κάνεις ό,τι θέλεις», του είπε και τον παράτησε. Ο γλάρος έκανε να τον ακολουθήσει. «Ξου, ξου…» του έκανε εκείνος και τον έδιωχνε με το χέρι του. Μα δεν άντεξε. Μπήκε στο σπίτι του, πήρε έναν παλιό επίδεσμο που έδενε στο γόνατό του πότε
πότε και φάσκιωσε το γλάρο σαν μωρό. Μετά έκλεισε την κοτετσόπορτα πίσω του. «Ακόμη καφέ δεν έχω πιει,
τα ψάρια τα παράτησα στη βάρκα και κάθομαι να νταντεύω το παλιόπουλο», είπε και κίνησε για τη βάρκα του.
Οι τουρίστες έφυγαν από το νησί μαζί με το καλοκαίρι και όταν επέστρεψαν, μερικούς μήνες αργότερα, ένα
νέο καλοκαίρι είχε ανατείλει. Ο καπετάν Ανέστης καθόταν και έραβε κάτι παλιά δίχτυα στην παράγκα του
σπιτιού του και φώναζε. «Ξου, μωρέ, από τα πόδια μου, ξου. Δεν σε άφηνα καλύτερα να σε φάνε οι γάτες που
έχεις φάει περισσότερα ψάρια από μένα όλο το χειμώνα! Κοίτα, κοίτα ένα ζουλάπι. Πού ξαναείδες γλάρο να
ξεχειμωνιάζεται δίπλα στο μαγκάλι, πλάι στο κρεβάτι μου; Ξου, μωρέ… Πρέπει να πετάξεις, πανάθεμά σε για
πουλί!» Ξάφνου ο γλάρος, λες και είχε καταλάβει τα λόγια του, έδωσε μια και πέταξε πέρα μακριά. Ο καπετάν
Ανέστης παράτησε βελόνια και δίχτυα και σηκώθηκε όρθιος. Έβαλε και το χέρι του αντήλιο στο καλοκαίρι και
κοίταξε το διστακτικό πέταγμα. Όταν ο γλάρος χάθηκε προς τη θάλασσα, ο ψαράς έβγαλε το καπέλο του και
το κράτησε σφιχτά στη χούφτα του. «Ξου, μωρέ… ξου, πανάθεμά σε», μονολόγησε και σκούπισε τα δάκρυα που αυλάκωναν τις σκαμμένες από την αλμύρα ρυτίδες.
Το καλοκαίρι είχε φουντώσει για τα καλά και το νησάκι είχε γεμίσει κόσμο και σκάφη, μα εκείνος όπως κάθε
πρωί πήγαινε να σηκώσει τα δίχτυα του. Σήμερα πρέπει να είχε καλή ψαριά αφού του καπετάν Ανέστη γελούσαν και τα μουστάκια του. «Ω ρε μια ψαρούκλα», είπε κι έπιασε στα χέρια του ένα τροφαντό μπαρμπούνι. «Σήμερα θα φάμε καλά, δόξα τω Θεώ», μουρμούρισε ικανοποιημένος και σήκωσε το ψάρι ψηλά σαν να ήθελε να το προσφέρει στον ίδιο τον Θεό. Απρόσμενα η φωνή του έσκισε τη σιγαλιά του πρωινού.
«Ξου, ξου…» φώναξε. Μέσα σε λίγες στιγμές ένας μεγάλος γλάρος κάθισε στο μπράτσο του ψαρά. Πρώτα κοίταξε τον άνθρωπο και μετά πήρε το ψάρι που του είχε προσφέρει. Σαν να του έλεγε «ευχαριστώ».
INFO
Όλα τα βιβλία του Σπύρου Πετρουλάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μίνωας.
Τα σημεία διανομής του free DownTown: https://downtown.gr/poy-tha-vreite-to-neo-downtown-freepress/