Τόλης Βοσκόπουλος: Με δικά του λόγια

Οι άνθρωποι φεύγουν αλλά ο θρύλος που τους συνοδεύει θα τους ακολουθεί για πάντα. Ο Τόλης Βοσκόπουλος ήταν ο μεγαλύτερος εγχώριος σταρ, σαν τον Elvis Presley. Αυτή είναι η ζωή του με τα δικά του λόγια.

Τόλης Βοσκόπουλος 26/7/1940 – 19/7/2021

 

Aπό τον Λευτέρη Λαμπράκη

 

Τα πρώτα χρόνια

Κάποια ξαδέλφια μου μού έχουν πει ότι το πραγματικό επώνυμο της οικογένειάς μου είναι Πετρίδη, αλλά μετά ο πατέρας μου μετονομάστηκε σε Τσοπάνογλου από το επάγγελμά του, για να καταλήξει στην Ελλάδα ως Βοσκόπουλος.

Ήμουν το δωδέκατο παιδί (είχαν προηγηθεί έντεκα αδελφές) των γονέων μου και το μοναδικό τους αγόρι. Όλοι μου είχαν αδυναμία, ίσως γιατί στήριζαν πολλά όνειρά τους σε μένα.

Πριν βγω στο θέατρο, πιτσιρικάς βοηθούσα το μανάβη πατέρα μου στα Λεμονάδικα. Κουβάλαγα τα καφάσια. Ο πατέρας μου ήταν συνάδελφος με τον πατέρα της Άννας Φόνσου. Πιτσιρίκια κάναμε «πάσα» ο ένας στην άλλη τα καρπούζια. Αργότερα συναντηθήκαμε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου.

Στα δεκαπέντε μου χρόνια κατάφερα να με διαγράψουν από όλα τα σχολεία της Ελλάδος λόγω διαγωγής! Δεν έχασα το θάρρος μου. Γεμάτος όνειρα για «κόρες εξωτικές», πήγα στην Αίγυπτο, κοντά σε μια παντρεμένη αδελφή μου, και τέλειωσα το σχολείο. Αμέσως γύρισα την Ελλάδα με την απόφαση και το όνειρο να γίνω ηθοποιός.

Θυμάμαι τις αντιδράσεις των γονέων μου όταν ήθελα να βγω στο θέατρο. «Δεν θα σ’ εμποδίσω», είπε ο πατέρας μου, «για να μην πεις αύριο ότι εγώ σε κατέστρεψα.» Ωστόσο, την πρώτη φορά που μετά την παράσταση γύρισα στο σπίτι στις δωδεκάμιση μετά τα μεσάνυχτα με έσπασε στο ξύλο! Δεν του κρατάω κακία! Ίσως, μάλιστα, αυτή η αυστηρότητα να μ’ έκανε λογικό, μετρημένο σε όλα.

Το ξεκίνημά μου το έκανα από το θέατρο. Ντεμπουτάρησα στο έργο «Η Κληρονόμος», όταν ακόμη φοιτούσα στη Δραματική Σχολή. Ήταν με το θίασο της Άλκηστης Γάσπαρη, που έδινε παραστάσεις στα περίχωρα της Αττικής. Μετά, έπαιξα με το Δημήτρη Μυράτ στο «Κράτος του Θεού», με την κυρία Κατερίνα, μετά με τον Απόστολο Αβδή και με όλα σχεδόν τα επιθεωρησιακά σχήματα.

Κάθε μέρα που περνούσε, απογοητευόμουν όλο και περισσότερο. Το όνειρό μου ήταν να γίνω ηθοποιός του κινηματογράφου κι έβλεπα πως δεν κάνω τίποτα. Βιαζόμουν να φτάσω, αλλά η μέρα της αναγνωρίσεως δεν ερχόταν. Έτσι, αποφάσισα το μεγάλο τόλμημα. Το καλοκαίρι του 1962, έκανα δική μου επιχείρηση στο Περοκέ, μ’ ένα μιούζικαλ. Η αποτυχία ήταν παταγώδης. Σκέφτηκα ν’ αυτοκτονήσω. Έχασα 880.000 δραχμές, που δεν ήταν δικές μου. Ήμουν κατεστραμμένος!

Στα διάφορα νούμερα που έπαιζα τότε, δεν ξέρω πώς, ο Μαρκέας (σ.σ.: Λυκούργος Μαρκέας, ο συνθέτης που ανακάλυψε τον Βοσκόπουλο) είδε ότι έχω ταλέντο τραγουδιστικό. Με φώναξε, λοιπόν, κάποια μέρα και με έβαλε να πω ένα καινούργιο κομμάτι, το «Βήμα Βήμα». Τα κατάφερα και έγινε η αρχή. Άρεσα και πολλές εταιρείες ζήτησαν να υπογράψω συμβόλαιο μαζί τους. Προτίμησα την Columbia.

Οι συνεχείς αποτυχίες με έκαναν να πιστέψω ότι δεν έκανα για τραγουδιστής. Μου είχαν μάλιστα προκαλέσει τέτοιο σοκ, που, όποιο τραγούδι επιχειρούσα να ερμηνεύσω, το έλεγα λάθος.

Στο θέατρο Φλορίντα το 1967 ήταν επιχειρηματίας ο Νίκος Ρίζος. Ανέβαζαν το έργο του Αλέκου Σακελλάριου με τίτλο «Πέντε πρόσωπα ζητούν μεροκάματο». Στο θίασο πρωταγωνιστούσαν ο Ρίζος, ο Κώστας Βουτσάς, η Άννα Φόνσου και ο Αλέκος Τζανετάκος, ενώ υπήρχε και ρόλος για τραγουδιστή. Την εποχή εκείνη όμως δεν μπορούσε να παίξει τραγουδιστής στο θέατρο αν δεν είχε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Στην αναζήτηση για το ποιος μπορούσε να πάρει το ρόλο, έπεσε το όνομά μου στο τραπέζι. Άλλοι λένε ότι με πρότεινε ο Σακελλάριος, άλλοι ο Ζαμπέτας και άλλοι ο αδελφός του Βουτσά, ο Αριστείδης. Το σίγουρο πάντως είναι ότι μου έγινε πρόταση να παίξω μόλις την παραμονή της πρεμιέρας, γιατί ο Γιάννης Πουλόπουλος, που αρχικά είχε επιλεγεί για το ρόλο, δεν μπορούσε να παίξει αφού του το απαγόρευε η επιτροπή αδείας. Επειδή όλοι τους ήταν φίλοι μου, δέχτηκα. Μπήκα αμέσως στο στούντιο για να ηχογραφήσω το τραγούδι που ερμήνευα πλέι-μπακ στην παράσταση. Ήταν, θυμάμαι, το «Μανούλα μου, μανίτσα μου, θα πάρω τη βαλίτσα μου». Ξαφνικά κάτι αρχίζει να «συμβαίνει». Κυκλοφορεί ότι ένας πιτσιρικάς που τραγουδά στο Φλορίντα είναι καλός και τότε ήταν που έπεσαν πάνω στο Ζαμπέτα οι εταιρείες και τον παρότρυναν να μου γράψει τραγούδια. Και μου έγραψε μεταξύ άλλων και την «Αγωνία».

 

Για το βεντετισμό

Τίποτε δεν μετράει πιότερο σ’ αυτή τη ζωή από το να μπορείς να ʼσαι καλός με όλους. Ακόμα και με τους εχθρούς σου. Να ʼσαι άνθρωπος και να στέκεσαι πάνω απ’ τ’ ανθρώπινα. Πάντα αυτό προσπάθησα. Αναμφισβήτητα η επιτυχία μού στέρησε πολλά. Κάποιες μικροχαρές απίστευτα σημαντικές για τη ζωή ενός ανθρώπου. Δεν με έκανε δυστυχή η έλλειψή τους. Θα ήμουν όμως δυστυχής αν έμενα μία ασημαντότης. Και μάλιστα ασημαντότης στην προσπάθειά μου. Δεν είμαι αχάριστος. Δεν έχασα σ’ αυτήν την προσπάθεια, ούτε απέτυχα. Η επιτυχία όμως απαιτεί θυσίες και σ’ αυτές υπάρχουν πάντα μικρές δυστυχίες.

 

Για το χρήμα

Ποτέ δεν πίστεψα ότι το χρήμα μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό σκοπό της ζωής του ανθρώπου. Όχι. Εγώ δεν ανήκω σʼ αυτούς που μπορεί να τους αλλάξει και να τους διευθύνει το χρήμα. Έμεινα εκείνος που ήμουν. Και όλοι το ξέρουν αυτό. Έμεινα ο απλός άνθρωπος που σαν παιδί περπάτησε στη λαχαναγορά, στο πλευρό του πατέρα, και κουβάλησε πολλά-πολλά καφάσια. Όσο για το χρήμα; Πιστεύω ότι αυτό είναι για τους ανθρώπους κι όχι οι άνθρωποι γι’ αυτό…

 

Οι γυναίκες της ζωής του: «Γεννήθηκα ιππότης, δεν μαθαίνεται αυτό»

Για τη Στέλλα Στρατηγού

Η Στέλλα (σ.σ.: η πρώτη του σύζυγος) είναι ο άνθρωπος που μου συμπαραστάθηκε και στις δύσκολες στιγμές μού έδωσε κουράγιο. Δεν μ’ άφηνε να απογοητευτώ ποτέ. Υπήρξε μια εποχή που ζήσαμε με τη σύνταξη της πεθεράς μου, δηλαδή με 750 δραχμές το μήνα. Πέντε ολόκληρα χρόνια κοιμόμασταν σε μονό ντιβάνι. Η Στέλλα ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε, ποτέ δεν λύγισε. Με ρωτούν για τα χαρίσματα της γυναίκας μου. Αλλά η Στέλλα μόνο χαρίσματα έχει. Είναι η ιδανική σύζυγος.

Για τη Ζωή Λάσκαρη

Ένα είδος δημοσιογράφων, που αποπροσανατολίζουν τον κόσμο, με έκανε «σκανδαλιάρη». Υπήρχε κάτι δυνατό με τη Ζωή, που απασχόλησε τον κόσμο. Μπορεί να δίναμε και εμείς δικαιώματα. Ήμασταν δύο νέα παιδιά που βγαίναμε έξω, κάναμε «τρελίτσες» και δουλέψαμε μαζί. Κάναμε ταινίες, παραστάσεις, επιτυχίες. Δίναμε τροφή, αλλά τα μέσα δεν ασχολήθηκαν «βρώμικα» μαζί μας. Φροντίζω να ελέγχω πάντα τις πράξεις μου ή τις αποφάσεις μου ώστε να είναι όσο το δυνατό λιγότερες οι φορές που μετανιώνω. Με διακρίνει, όμως, ένας αυθορμητισμός, πολύ μεγάλος.

 

Για τη Μαρινέλλα

Σκέψου τι έχω να κάνω τώρα. Εκατό χρόνια καριέρα. Θα σειστεί η Ελλάδα μόλις την παντρευτώ. Η ζωή μου άλλαξε μεμιάς. Εκεί που σκεφτόμουν μια άλλη γυναίκα και υπέφερα, σκέφτομαι αυτήν. Εκεί που ξενυχτούσα και τραγούδαγα για μια άλλη γυναίκα, ξενυχτώ και τραγουδώ γι’ αυτήν. Άρα την αγαπάω!

 

 

 

 

Για την Άντζελα Γκερέκου

Ένα βράδυ του Οκτωβρίου, σε ένα τραπέζι, σε ένα δημόσιο χώρο, μόλις την είδα τα ʼχασα. Έμεινα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είχε και τα μαλλιά της κοντά και φαινόταν το πρόσωπό της σε όλο του το μεγαλείο. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα μπροστά μου. Ντράπηκα. Έλεγα πώς θα πω εγώ σ’ αυτό το παιδί αυτά που νιώθω. Τελικά, πήρα την απόφαση να της μιλήσω και ό,τι γίνει. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Το βράδυ που τη γνώρισα αποφάσισα ότι ήθελα να ζήσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου μαζί της.

Δεν θυμάμαι τίποτα από το παρελθόν. Δεν θέλω να θυμάμαι. Αυτή είναι η πρώτη φορά που ερωτεύομαι. Αυτό που νιώθω τώρα δεν το έχω ξανανιώσει. Και επειδή αυτό που νιώθω είναι τόσο καταπληκτικό, δεν θέλω να ασχοληθώ με τίποτα άλλο, γιατί θα το χαλάσω.

Φοβάμαι ή μάλλον αγωνιώ. Αγωνιώ να είμαστε καλά και να διαρκέσει αυτό. Αγωνιώ να είναι υγιής και τυχερή η κόρη μου Μαρία και τα ανίψια μου. Πετάγομαι στον ύπνο μου από την αγωνία.

Εγώ ασχολούμαι μόνο με το σπιτάκι μου, τη γυναικούλα μου, το παιδάκι μου. Είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, που με γεμίζει η ζωή και η δουλειά μου και δεν με απασχολεί τίποτα άλλο. Θέλω να πεθάνω με αυτή την εικόνα, βλέποντας αυτά τα δύο πρόσωπα που τόσο αγαπώ.

Για τους νέους τραγουδιστές

Θέλω να θυμάμαι συνεργασίες και δουλειές καταπληκτικές, αλλά να μην κλαίω γι’ αυτό που πέρασε και χάθηκε. Και να σου πω κάτι; Θαυμάζω τα σημερινά παιδιά. Έχουν κάτι δικό τους, κάτι ιδιαίτερο. Δεν απορρίπτω τίποτα από το σήμερα. Όταν έγινα τραγουδιστής, δεν είχα καμία σχέση με Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο, Γαβαλά, Περπινιάδη. Όλοι έλεγαν ότι είμαι νέος και με λεπτή φωνούλα. Οι άλλοι; Φωνάρες. Προσπαθούσα να πείσω πως κι εγώ είμαι καλός, πως κάτι λέω κι εγώ. Μεγαλώνοντας έφτιαχνε και η φωνή μου, είχα και πείρα και δικό μου τρόπο. Πάντα, λοιπόν, μπαίνω στη θέση των νέων, μιας και έχω περάσει πολλά. Οι νέοι προσπαθούν να αποδείξουν πως είναι και αυτοί εδώ. Μόνο να μη βιάζονται!

 

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις στα περιοδικά: Οικογενειακός Θησαυρός, Ρομάντσο, Φαντάζιο, Down Town, Ταχυδρόμος, Γυναίκα, Εικόνες

Φωτογραφίες από το αρχείο του Down Town και του Λευτέρη Λαμπράκη