6 εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα τα τελευταία 70 χρόνια

Τα έχουν όλα: σασπένς, ανατροπές, διαστροφή και πολύ αίμα. Έξι εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια και θα μπορούσε το Netflix να τα κάνει σειρές.

 

Γιατί είναι τόσο εθιστικό να τρομάζεις; Γιατί μας ιντριγκάρουν τα δολοφονικά ένστικτα; Η τηλεοπτική εμμονή τελευταία φέρνει στην οθόνη μας εγκλήματα από την αληθινή ζωή. Μια περιήγηση στις streaming πλατφόρμες αποδεικνύει ότι νούμερο 1 στις τάσεις είναι σειρές με ιστορίες εγκληματικής βίας. Από το «Making a Murderer» στο viral του Netflix «Dahmer», τα true crime series έχουν φανατικό κοινό. Στην ελληνική πραγματικότητα η εγκληματικότητα και το αστυνομικό ρεπορτάζ είχαν περιορισμένη θέση στις εφημερίδες του ’50 και του ’60. Σπάνια μια περίπτωση ήταν ικανή να συνταράξει τη φιλήσυχη μικροαστική ελληνική οικογένεια, η παθογένεια της οποίας έφερε πολλά εγκλήματα στο φως με τα χρόνια. Αυτές οι ιστορίες εγκληματικής τρέλας, όμως, θα μπορούσαν να εμπνέουν για σενάρια που θα μας κρατήσουν καρφωμένους στον καναπέ από την αγωνία.

Ο ΆΓΝΩΣΤΟΣ Σ.

Καλοκαίρι του 1953: Η μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να διαχειριστεί με ψυχραιμία μια υπόθεση που ταλαιπωρούσε τα νότια προάστια της Αττικής. Ο «Δράκος της Βουλιαγμένης» κάνει την εμφάνισή του στις εφημερίδες. Ένα βράδυ, ένας εκρηκτικός μηχανισμός εκτοξεύεται σε ένα ζευγάρι που χαλαρώνει σε ένα παγκάκι. Τραυματίζονται ελαφρά. Έξι μέρες μετά, ένα άλλο ζευγάρι πυροβολείται στο ίδιο περίπου σημείο. Ο άντρας πεθαίνει ακαριαία. Η γυναίκα τραυματίζεται. Λίγα λεπτά μετά εμφανίζεται ένας άντρας στο σημείο προσπαθώντας να τη βοηθήσει. Την καθησυχάζει ότι ο σύντροφός της ζει. Στη συνέχεια της αρπάζει την τσάντα, κλέβει το ρολόι που φορούσε ο νεκρός σύντροφός της και εξαφανίζεται. Ήταν ο παραλίγο δολοφόνος της.

Την επόμενη μέρα η αστυνομία εντοπίζει την τσάντα και ένα περίστροφο πεταμένα στην ίδια περιοχή. Παρότι το όπλο έχει δακτυλικά αποτυπώματα, ο ένοχος δεν εντοπίζεται. Και τώρα αρχίζει η ασυνήθιστη τροπή της ιστορίας: Δημοσιογράφος της εποχής ξεκινάει το ρεπορτάζ του για την υπόθεση με τη βοήθεια της Ελένης Κικίδου, του πιο διάσημου μέντιουμ της Αθήνας, μιας πνευματίστριας που εμπιστευόταν ακόμη και η Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών. Σουρεαλισμός! Η Κικίδου από παιδί είχε την ικανότητα της ενόρασης. Όταν έφτασε στο σημείο του εγκλήματος και περπάτησε στα βήματα του δολοφόνου, οραματίστηκε το έγκλημα και το περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στις Αρχές. Σύμφωνα με το μέντιουμ, ο δράστης μετά τη δολοφονία έφυγε προς τον Λαιμό. Από εκεί πήρε βάρκα και πέρασε απέναντι, γνωρίζοντας καλά από θάλασσα. Η Κικίδου «είδε» ότι του έλειπαν αρκετά δόντια ενώ τα υπόλοιπα ήταν χαλασμένα και ότι το όπλο του ήταν κλεμμένο, «είδε» φαντάρους χωρίς όμως ο δράστης να ανήκει σε αυτούς, περιέγραψε έναν ψηλό άντρα που είχε περάσει δύσκολη παιδική ηλικία. Μίλησε για το ανάστημα και τη φυσιογνωμία του, ανέφερε ακόμη και το αρχικό του επιθέτου του. Ήταν ο άγνωστος Σ.

Η αστυνομία λίγες μέρες μετά ανακάλυψε ότι το όπλο είχε κλαπεί από το 25ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Αγία Παρασκευή. Δύο άντρες που σύχναζαν στο σημείο όπου έγιναν όλα κατέθεσαν ότι είδαν αρκετές φορές μόνο του στο Καβούρι έναν άγνωστο άντρα, πρόσφατα απολυμένο από το στρατό. Ένας ψηλός, λεπτός άντρας, με κύριο χαρακτηριστικό ότι του έλειπαν αρκετά δόντια, ενώ τα υπόλοιπα ήταν χαλασμένα. Από φωτογραφίες υπόπτων, οι δύο περαστικοί τον αναγνώρισαν.

Το παρανοϊκό της υπόθεσης συνεχίζεται: Το επώνυμό του ξεκινάει από Σ. Είναι ο Μιχάλης Στεφανόπουλος, ο οποίος είχε απολυθεί από το στρατό πριν από λίγους μήνες και είχε έλλειψη αρκετών δοντιών εξαιτίας μιας επέμβασης που έκανε, που μάλιστα του άφησε μια ουλή στο λαιμό. Είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, όπως είπε αργότερα, καθώς οι γονείς του τον παράτησαν μετά το διαζύγιό τους, αφού πρώτα είχε βιώσει συνεχείς τσακωμούς και βία στο σπίτι. Είχε μόνο μία βάρκα και ήξερε καλά από θάλασσα. Τελικά, τα αποτυπώματά του ταιριάζουν ακριβώς με αυτά που βρέθηκαν στο όπλο. Τα παραδέχεται όλα. Η Ελένη Κικίδου έπεσε μέσα και στην παραμικρή λεπτομέρεια και έγινε η star της εποχής στις εφημερίδες. Ο Στεφανόπουλος δικαιολογεί τον εαυτό του στο δικαστήριο λέγοντας ότι δεν άντεχε να βλέπει ζευγάρια και αυτός να είναι μόνος. Εκτελέστηκε στην Αίγινα λίγες εβδομάδες μετά.

Ο ΔΡΆΚΟΣ ΤΟΥ ΣΈΙΧ ΣΟΥ

Χειμώνας του 1958, Θεσσαλονίκη: Ποτέ μια τέτοια είδηση δεν είχε ακουστεί σε επαρχιακή πόλη. Μια γυναίκα βρίσκεται νεκρή στο δάσος του Σέιχ Σου, χτυπημένη με μια πέτρα στο κεφάλι. Τυχαίοι περαστικοί δήλωσαν ότι είδαν έναν άντρα να φεύγει από το σημείο την ώρα της δολοφονίας. Ένα χρόνο μετά, ένα ζευγάρι δέχεται επίθεση στο ίδιο δάσος και πάλι με πέτρα. Τα τραύματά τους τούς κρατούν για μήνες στο νοσοκομείο. Η γυναίκα έχει βιαστεί. Λίγες μέρες μετά, αντίστοιχα περιστατικά λαμβάνουν χώρα στο ίδιο μέρος. Η πόλη τρομάζει. Οι γυναίκες κλείνονται στα σπίτια τους. Ξαφνικά, όλοι γίνονται ύποπτοι. Οι εφημερίδες μιλούν για τον «Δράκο του Σέιχ Σου». Λίγες μέρες μετά, ο Δράκος επιτίθεται σε ένα ζευγάρι, σκοτώνει τον άντρα και βιάζει τη γυναίκα. Στη συνέχεια τη σκοτώνει κι αυτή.

Το μοτίβο πια είναι γνωστό και μιλάμε επίσημα για τον πρώτο serial killer στην ιστορία της ελληνικής εγκληματικότητας. Και νέο χτύπημα: Ο Δράκος βιάζει μια γυναίκα, τη σκοτώνει με μια πέτρα και αμέσως μετά επιτίθεται σε άλλη μία που με τις φωνές της τον αναγκάζει να το βάλει στα πόδια. Το δάσος του Σέιχ Σου ερημώνει. Αυτό ήταν το τελευταίο χτύπημα του Δράκου. Τέσσερα χρόνια μετά, η ιστορία έρχεται και πάλι στο προσκήνιο όταν ένας νεαρός άντρας εισβάλλει σε ένα ορφανοτροφείο με μια πέτρα στο χέρι και επιχειρεί να βιάσει μια νεαρή τρόφιμο. Το κορίτσι ουρλιάζει και ο δράστης τρέχει προς την έξοδο. Κάποιοι υπάλληλοι προλαβαίνουν να δουν τη μορφή του. «Ο Δράκος επέστρεψε», λένε οι εφημερίδες.

Ο Αρίστος Παγκρατίδης –αυτός που εισέβαλε στο ορφανοτροφείο– συλλαμβάνεται λίγες ώρες αργότερα. Είναι ένα φτωχό αγόρι μόλις 20 ετών, το οποίο εκδίδεται σε άλλους άντρες για να ζήσει. Επί επτά ημέρες αρνείται ότι είναι ο Δράκος του Σέιχ Σου. Μετά από μια εβδομάδα βασανιστηρίων υποκύπτει και δηλώνει ότι είναι αυτός που ψάχνουν, αν και οι μαρτυρίες των θυμάτων μιλούσαν για έναν άντρα πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία. Οι αρχές «μπαλώνουν» την υπόθεση. «Ο Αρίστος πέρασε φρικτά βασανιστήρια», θα πει ο αδερφός του. «Σβήνανε τσιγάρα κάτω από τα πόδια του, του έδιναν να φάει σαρδέλες και τον άφηναν χωρίς νερό. Τον είχαν εξαθλιώσει.» Στο δικαστήριο αρνείται τα πάντα. Κλαίει. Προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1968 το δικαστήριο αποφασίζει την εκτέλεσή του εκεί που ξεκίνησαν όλα: στο Σέιχ Σου. «Μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος», λέει κλαίγοντας λίγο πριν τον πυροβολήσουν.

Η ιστορία έδειξε ότι μάλλον είχε δίκιο. Ο διευθυντής της Σήμανσης λίγο πριν πεθάνει εξομολογήθηκε στην κόρη του ότι ο Παγκρατίδης ήταν αθώος και ότι οι Αρχές τούς ανάγκασαν να κλείσουν την υπόθεση του Δράκου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οι επιθέσεις στο Σέιχ Σου έγιναν από δύο άντρες: ένα μεγαλοεπιχειρηματία και τον οδηγό του. Ο δεύτερος σκότωνε τα θύματα και το αφεντικό του ασελγούσε στα νεκρά τους σώματα. Η θεωρία του δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.

Ο ΦΕΤΙΧΙΣΤΉΣ ΜΕ ΤΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ

Βιασμοί, μαχαιρώματα, στραγγαλισμοί, δολοφονίες, σκευωρίες, οίκοι ανοχής, μανία για σεξ. Αυτή είναι η ιστορία του Κυριάκου Παπαχρόνη, του άντρα που ερεθιζόταν από τους ήχους των γυναικείων τακουνιών, όπως είπε ο ίδιος. Ο διαβόητος «Δράκος της Δράμας» έχει ίσως την πιο τρομακτική εγκληματική δράση που γράφτηκε ποτέ στις εφημερίδες – με ένα αμφιλεγόμενο φινάλε, αφού ζει ανάμεσά μας μέχρι και σήμερα. Γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1960. Οι γονείς του είχαν ένα καφενείο, στο οποίο βοηθούσε από παιδί.

Η εφηβεία του σημαδεύτηκε από ένα περιστατικό που έθιξε τον ανδρισμό του, σύμφωνα με όσα είπε ο ίδιος στον ανακριτή. Όταν ήταν 14 ετών, επισκέφθηκε μαζί με τους φίλους του έναν οίκο ανοχής και μια σεξεργάτρια τον αποκάλεσε «ανίκανο» επειδή δεν μπορούσε να αποδώσει λόγω στρες. Όπως είπε αργότερα, ένιωσε απίστευτη ντροπή και εξευτελισμό. Μετά το σχολείο μετακόμισε για ένα χρόνο στην Αθήνα και εργάστηκε σε ένα ξενοδοχείο. Λίγα χρόνια αργότερα, οι συνάδελφοί του δήλωσαν σοκαρισμένοι με τις πράξεις του – το γνωστό «δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα». Έχει το προφίλ του straight άντρα που αναπαράγει το πατριαρχικό πρότυπο των ’80s. Ασχολείται εμμονικά με τον αθλητισμό. Κάνει πάλη, παίρνει βιταμίνες και συμπληρώματα, μαθαίνει καράτε. Όταν έρχεται η ώρα να καταταγεί στο στρατό επιλέγει να μπει στους ΛΟΚ. Υπηρετεί στη Δράμα, και εκεί αρχίζουν όλα.

Πρώτο χτύπημα: Ο Παπαχρόνης επισκέπτεται έναν οίκο ανοχής. Μετά από αρκετή ώρα η σεξεργάτρια του ζητάει να ολοκληρώσουν τη συνεύρεση. Ο Παπαχρόνης θα πει ότι για άλλη μια φορά «θίγεται ο ανδρισμός του». Φεύγει εκνευρισμένος και μερικά λεπτά αργότερα, όταν ο χώρος έχει αδειάσει από πελάτες, επιστρέφει, την πιάνει από το λαιμό και τη μαχαιρώνει θανάσιμα. Εξαφανίζεται. Προφανώς η συντηρητική κοινωνία της εποχής δεν θα έριχνε φως σε μια υπόθεση που αφορούσε μια ιερόδουλη – θεωρούν ήδη παραβατική στα ήθη και τα έθιμα την εργασία της. Δεν ασχολείται κανείς και ο Παπαχρόνης συνεχίζει απτόητος την εγκληματική δράση του. Δεύτερο χτύπημα: Μετά από τρεις μήνες εντοπίζει μια γυναίκα που έκανε πιάτσα στους δρόμους της Δράμας. Την ακολουθεί και τη μαχαιρώνει πισώπλατα. Τρίτο χτύπημα: Δέκα μέρες μετά βγαίνει από ένα porn cinema και ακολουθεί μια 19χρονη. Λίγα μέτρα πιο κάτω τη μαχαιρώνει στο λαιμό και το βάζει στα πόδια. Τέταρτο χτύπημα: Ύστερα από δεκαπέντε μέρες, παρασέρνει μια νεαρή μητέρα κάτω από μια αερογέφυρα. Η γυναίκα καταφέρνει να του ξεφύγει και γίνεται η πρώτη που έχει δει καθαρά το πρόσωπο του Δράκου που σκορπούσε τον τρόμο. Ο Παπαχρόνης φεύγει στη Θεσσαλονίκη. Πέμπτο χτύπημα: Έξι μήνες μετά, ακολουθεί μια φοιτήτρια που γνώριζε από τη Δράμα και την πιέζει να βγουν. Η γυναίκα αρνείται. Συνεχίζει να την ακολουθεί ζητώντας της να πάνε σπίτι της. Η γυναίκα συνεχίζει να αρνείται. Τότε την οδηγεί σε ένα πάρκο υπό την απειλή μαχαιριού και τη μαχαιρώνει στον τράχηλο. Της σκίζει τα ρούχα και τη βιάζει. Όσο ασελγεί πάνω της, ρουφάει το αίμα από την πληγή στο λαιμό της. Την παρατάει και μετά από δύο ώρες εντοπίζεται νεκρή από πνευμονική ασφυξία. Έκτο χτύπημα: Ένα μήνα μετά, προσπαθεί να βιάσει μια γυναίκα στη Θεσσαλονίκη, η οποία ξεφεύγει. Έβδομο χτύπημα: Τρεις μέρες μετά, ακολουθεί μια 18χρονη μαθήτρια στη Δράμα και στην προσπάθειά του να τη βιάσει την τραυματίζει σοβαρά. Την παρατάει στη μέση του δρόμου τρομαγμένος από τα ουρλιαχτά της. Όγδοο χτύπημα: Σε άλλες τρεις μέρες, τραυματίζει πολύ σοβαρά μια σεξεργάτρια που του πρόσφερε τις υπηρεσίες της στην Ξάνθη. Ένατο χτύπημα: Μαχαιρώνει μια καθαρίστρια, μητέρα τριών παιδιών, μέρα μεσημέρι. Η γυναίκα νοσηλεύεται σοβαρά στην εντατική. Έχει δει το πρόσωπό του.

Πλέον όλοι γνωρίζουν ότι ο Δράκος της Δράμας είναι ένας γεροδεμένος νεαρός άντρας, γυμνασμένος, με στρατιωτική περιβολή. Οι Αρχές περιορίζουν την αναζήτηση στα στρατόπεδα της περιοχής οργανώνοντας ομάδες έρευνας με επικεφαλής στρατιωτικούς. Τραγική ειρωνεία: Στο στρατόπεδο του Παπαχρόνη επικεφαλής τίθεται ο ίδιος. Ωστόσο, λίγες μέρες μετά, δύο αξιωματικοί βλέπουν στις καταστάσεις εισόδου-εξόδου ότι όλες τις ημερομηνίες των τελευταίων χτυπημάτων ο Παπαχρόνης είχε έξοδο. Μάλιστα, τη μέρα του τελευταίου χτυπήματος ήταν ο μόνος που απουσίαζε από το στρατόπεδο, καθώς ήταν ημέρα άσκησης και όλοι οι υπόλοιποι άντρες ήταν στις θέσεις τους. Όταν του ζητούνται εξηγήσεις, προσπαθεί να αποσυντονίσει τις Αρχές. Δεν γλιτώνει όμως τον έλεγχο στο σπίτι του, όπου βρίσκονται όπλα, μαχαίρια και στοιχεία που τον ενοχοποιούν ξεκάθαρα.

Ένα χρόνο μετά τον απίστευτο πόνο που έχει προκαλέσει, επιτέλους συλλαμβάνεται. Ο ανακριτής ανακαλύπτει ότι ο Παπαχρόνης κρύβεται και πίσω από τρομοκρατικά χτυπήματα σε τράπεζες, αλλά και στο αεροδρόμιο της Καβάλας. Στη δίκη είναι αμετροεπής, αγενής, θρασύς. Παραμένει ωραιοπαθής, νάρκισσος, προκλητικός στις καταθέσεις του. Διαφήμιζε τον ανδρισμό του, αρνιόταν ότι είχε ψυχολογικά ζητήματα, δήλωνε ότι έκανε όλα του τα χτυπήματα απλώς επειδή «είναι άντρας». Μπροστά στις κάμερες και τους δημοσιογράφους φώναζε, έλεγε ότι θα αποδράσει από τη φυλακή και θα τους σφάξει όλους.

Είκοσι δύο χρόνια μετά, βγήκε από τη φυλακή. Πλέον ζει σε ένα χωριό της Κοζάνης. Παρά την παραβατική συμπεριφορά του και τις βίαιες σχέσεις που είχε με τους συγκρατούμενούς του τα πρώτα χρόνια στο σωφρονιστικό ίδρυμα, αργότερα άρχισε το διάβασμα και ήρθε κοντά στη θρησκεία. Το στοιχείο που κάνει ακόμη πιο παράλογη την ιστορία του πιο μισητού βιαστή στην ιστορία της ελληνικής εγκληματικότητας είναι οι φανατικές θαυμάστριες που απέκτησε. Δεκάδες γυναίκες τού έστελναν ερωτικές επιστολές στη φυλακή!

ΟΙ ΣΑΤΑΝΙΣΤΈΣ ΤΗΣ ΠΑΛΛΉΝΗΣ

Αρχές της δεκαετίας του ’90: Κάπου στην Κάντζα ο 17χρονος Μάκης Κατσούλας καταλαβαίνει ότι διαφέρει από τα υπόλοιπα παιδιά. Έχει ανεπτυγμένη νοημοσύνη, ακούει metal, διαβάζει στίχους τραγουδιών που τον οδηγούν σε βίβλους μαγείας και σατανιστικά εγχειρίδια. Αργότερα θέλει να μυηθεί περισσότερο στο σατανισμό καλώντας πνεύματα και δαίμονες σε τελετές μαύρης μαγείας. Τότε μπαίνουν στη ζωή του η 15χρονη Δήμητρα Μαργέτη και ο συνομήλικός του, Μάνος Δημητροκάλης, πρώην σύντροφος της Δήμητρας. Ο Μάκης και η Δήμητρα γίνονται ζευγάρι και μοιράζονται το πάθος τους για τους σκοτεινούς δρόμους του σατανισμού. Κάνουν μαζί τις πρώτες τους τελετές.

Ένα βράδυ στον Υμηττό φωνάζουν άλλους δύο συνομηλίκους τους για να τους μυήσουν. Ο Δημητροκάλης αποφασίζει να θυσιάσει ένα σκύλο για να αποδείξει ότι έχει κότσια. Του δένει τα πόδια. Τον τοποθετεί πάνω σε ένα μαύρο πανί με μια κόκκινη πεντάλφα. Βγάζει ένα τσεκούρι που είχε κρυμμένο σε μια κάλτσα και κόβει το λαιμό του σκύλου. Αίμα πετάγεται παντού. Βγάζει ένα ποτήρι και το γεμίζει με το αίμα του σκύλου. Το πίνει. Στις 27 Αυγούστου του 1992 η συμμορία των τριών αποφασίζει να κάνει την πρώτη ανθρωποθυσία στο σατανά. Θύμα η 14χρονη Δώρα Συροπούλου. Της λένε ότι θα τη βοηθήσουν να δει τι γίνεται στην κόλαση, ότι θα τη βάλουν σε έναν κόσμο γεμάτο απολαύσεις. Την πείθουν. Την παίρνουν από το φροντιστήριό της και τα μεσάνυχτα τη μεταφέρουν στον Υμηττό. Οι δύο άντρες τη γδύνουν, της φορούν χειροπέδες, τη βάζουν να γονατίσει και τη χτυπούν με ένα ξύλο στο κεφάλι για να την κάνουν να χάσει τις αισθήσεις της, όπως ορίζει το τελετουργικό. Δεν πετυχαίνει. Μετά από βασανισμούς και πολλές προσπάθειες να την κάνουν να λιποθυμήσει, ο Μάνος τη στραγγαλίζει. Ασελγούν στο νεκρό κορμί της. Της βάζουν φωτιά και τρέχουν προς το αυτοκίνητο όπου τους περιμένει η Μαργέτη.

14 Απριλίου του 1993, Μεγάλη Τετάρτη: Η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα επιστρέφει σπίτι της μετά από τη δουλειά. Ήταν καμαριέρα στο Μεγάλη Βρεταννία. Ο Μάκης και ο Μάνος τη βρίσκουν τυχαία στο δρόμο. Της λένε ότι είναι αστυνομικοί και τη βάζουν στο αυτοκίνητο για εξακρίβωση στοιχείων. Η τρομαγμένη γυναίκα τους ακολουθεί. Λίγη ώρα μετά είναι νεκρή, με πολτοποιημένο κεφάλι. Νωρίτερα βιάστηκε. Αυτό ήταν και το τελευταίο έγκλημά τους. Μερικούς μήνες μετά, ο Μάνος σπάει και εξομολογείται σε έναν ιερέα τις πράξεις του. Την επόμενη μέρα πηγαίνει μόνος του στην αστυνομία και μιλάει για όλα. Μια ιστορία με σκοτεινές σκηνές, ωμή βία, σκληρότητα και διαστροφή που σόκαρε το πανελλήνιο.

Ο SERIAL KILLER ΜΕ ΤΟ ΠΡΙΟΝΙ

Φθινόπωρο του 1995: Εθνική οδός Αθηνών – Λαμίας. Το νεκρό σώμα μιας 29χρονης σεξεργάτριας εντοπίζεται από αστυνομικούς διαμελισμένο. Ο δολοφόνος της, αφού τη στραγγάλισε, της αφαίρεσε τα σπλάχνα, της έκοψε τις θηλές και τεμάχισε τα άκρα της. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ανήμερα των Χριστουγέννων, μια άλλη σεξεργάτρια εντοπίζεται νεκρή σε ένα δρόμο του Βοτανικού. Στοιχεία κοινά με το φόνο της πρώτης δείχνουν στην αστυνομία ότι το έγκλημα έγινε από τον ίδιο δράστη. Οι ερευνητές μιλούν ξεκάθαρα πια για έναν serial killer που έχει βάλει στόχο τις γυναίκες που εκδίδονται. Πολλές από αυτές κάνουν επίσημες καταγγελίες στα αστυνομικά τμήματα του κέντρου για έναν άντρα που κυκλοφορεί με λευκό βανάκι και έχει επιχειρήσει αρκετές φορές να τους επιτεθεί.

Η αστυνομία εντοπίζει μερικούς ύποπτους άντρες και ζητάει από τις σεξεργάτριες να αναγνωρίσουν τον ένοχο. Όλες δείχνουν τον ίδιο άντρα. Είναι ο Αντώνης Δαγκλής, μόλις 22 ετών, οδηγός νταλίκας. Ζει με τη μητέρα του σε ένα φτωχικό ισόγειο και κυκλοφορεί πράγματι με ένα λευκό βαν. Η αστυνομία τον συλλαμβάνει λίγες μέρες μετά, τη στιγμή που πλησιάζει μια ιερόδουλη σε πιάτσα της Λεωφόρου Ποσειδώνος. Στο βαν του βρίσκουν ένα στρώμα από αφρολέξ και ένα κουτί με εργαλεία. Δεν προβάλλει καμία αντίσταση. Ακολουθεί τους αστυνομικούς και στον ανακριτή παραδέχεται τα πάντα και επιπλέον ομολογεί μία δολοφονία που είχε κάνει στα 18 του –τέσσερα χρόνια πριν από τη σύλληψή του– και δεν την είχε αντιληφθεί κανείς. Ο νεαρός τότε Δαγκλής είχε στραγγαλίσει μια σεξεργάτρια στην περιοχή του Καρέα, κατά τη διάρκεια του σεξ. Αμέσως μετά, τεμάχισε το πτώμα της και πέταξε τα κομμάτια σε διάφορους κάδους σκουπιδιών της Αττικής. «Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα εκείνη», είπε αργότερα στο δικαστήριο.

Ο Δαγκλής, όπως εξομολογήθηκε, είχε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς ο πατέρας του κακοποιούσε τον ίδιο και τη μητέρα του. Στα 12 του πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του άρχισε να εργάζεται σε κακόφημα μπαρ της γειτονιάς. Έτσι εκείνος μίσησε τις γυναίκες, και ειδικά τις ιερόδουλες. Η δίκη του ήταν επεισοδιακή. Την πρώτη μέρα ο ίδιος αυτοτραματίστηκε στο πόδι και χρειάστηκε ράμματα, ενώ μία από τις επόμενες μέρες η μητέρα του έπαθε εγκεφαλικό μέσα στην αίθουσα. Ο ίδιος καταδικάστηκε σε 13 φορές ισόβια – η μεγαλύτερη ποινή που είχε δοθεί ποτέ σε κατηγορούμενο μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής. Κρεμάστηκε μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού.

Ο ΜΑΚΕΛΆΡΗΣ ΠΟΥ ΆΚΟΥΓΕ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΙ

1996: Ο Θεόφιλος Σεχίδης είναι φοιτητής της Νομικής στην Κομοτηνή. Έχει μεγαλώσει στη Θάσο, σε μια μέση οικογένεια. Ζει στη Βόρεια Ελλάδα για τις σπουδές του, αλλά επισκέπτεται συχνά το νησί του. Ένα αγόρι σαν όλα τα άλλα, θα έλεγε κανείς. Φαινομενικά. Στις 20 Μαΐου η οικογένειά του εξαφανίζεται, και συγκεκριμένα χάνονται τα ίχνη των γονιών του, της 26χρονης αδερφής του, της γιαγιάς του και του θείου του. Ο τελευταίος είχε έρθει στην Ελλάδα εκείνες τις μέρες μαζί με τη σύζυγό του από το Βέλγιο όπου ζούσαν για να δουν την υπόλοιπη οικογένεια. Ο Σεχίδης μαζί με τη θεία του αρχίζουν την αναζήτηση. Ο νεαρός φοιτητής πηγαίνει μόνος του στην αστυνομία ζητώντας βοήθεια. Η έρευνα ξεκινά. Η θεία του όμως δεν φαίνεται να έχει πειστεί πως μια ολόκληρη οικογένεια εξαφανίστηκε έτσι απλά. Ξέρει ότι ο ανιψιός της έχει απασχολήσει πολλές φορές την οικογένεια με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του – «ήταν πάντα παράξενο παιδί», θα πει αργότερα. Τον υποπτεύεται αμέσως.

Η φρίκη τώρα αρχίζει. Ο Σεχίδης, μετά από δύο μήνες άκαρπων αναζητήσεων, τα ομολογεί όλα. Σκότωσε και τεμάχισε τον πατέρα, τη μητέρα, την αδερφή, τη γιαγιά και το θείο του. Διαβολικά ψύχραιμος και αδίστακτος, δίνει κάθε λεπτομέρεια στις Αρχές, μέχρι και το ανατριχιαστικό στοιχείο ότι την ώρα που τεμάχιζε τα πτώματα άκουγε Τσαϊκόφσκι. Ο ίδιος υποστήριξε ότι οι φόνοι ήταν αποτέλεσμα αυτοάμυνας: Η οικογένειά του ήθελε να τον δολοφονήσει, θα πει. Η τραγωδία ξεκίνησε όταν το πρωί της 19ης Μαΐου του 1996 ο θείος του τού ζήτησε να κάνουν μια βόλτα για να συζητήσουν για το μέλλον του και τις παράξενες συμπεριφορές και εκρήξεις που είχε. Η συζήτηση ξέφυγε γρήγορα και ο νεαρός φοιτητής έσπρωξε το θείο του από ύψος 10 μέτρων. «Με απείλησε με μαχαίρι», είπε αργότερα στους αστυνομικούς. Όταν τον πλησίασε και είδε πως δεν είχε πεθάνει του έκοψε το λαιμό με ένα μαχαίρι. Ψύχραιμος τον έκρυψε κάτω από μερικούς θάμνους και επέστρεψε σπίτι του. Στη διαδρομή αγόρασε μια καραμπίνα. Λίγες ώρες μετά, πυροβόλησε τον πατέρα του καθώς έμπαινε στο σπίτι. «Με απείλησε με μαχαίρι», υποστήριξε και πάλι στην αστυνομία. Μετά από μισή ώρα επέστρεψαν στο σπίτι η μητέρα, η αδερφή και η γιαγιά του. «Με ρώτησαν πού είναι ο πατέρας μου και με απείλησαν με μαχαίρι.»

Ο Σεχίδης θεωρεί πάντα ότι αυτός είναι το θύμα: «Από τα κεφάλια του πατέρα, της αδερφής και της γιαγιάς μου έβγαλα τα μυαλά και τα έβαλα στην κατάψυξη, μέσα σε πιάτο, με σκοπό να τα μελετήσω και να τα φάω για να τους τιμωρήσω και να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. Ό,τι έκανα το έκανα βρισκόμενος σε άμυνα γι’ αυτό δεν μετανιώνω.» Μέχρι το 2019 ζούσε στο ψυχιατρικό τμήμα των φυλακών Κορυδαλλού. Βρέθηκε νεκρός στο κελί του σε ηλικία 47 ετών.