Τα μαθήματα ζωής της Ελένης Ράντου

Σάββατο βράδυ στο κέντρο της Αθήνας, οδός Ιπποκράτους. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, κυρίως γυναίκες, κατεβαίνουν τις σκάλες του Διάνα για να παρακολουθήσουν τη νέα παράσταση της Ελένης Ράντου. Το θεατρικό στοίχημα που έβαλε φέτος μοιάζει ήδη κερδισμένο, αφού καταφέρνει να γεμίζει κάθε βράδυ ένα θέατρο 400 θέσεων, με καθίσματα να προστίθενται στους διαδρόμους την τελευταία στιγμή. «Άκουσα ότι είναι εξαιρετική σε αυτό το έργο. Μόνη της το έγραψε», λέει η κυρία που κάθεται στο μπροστινό κάθισμα, σκύβοντας προς το μέρος της διπλανής της. Είναι η ώρα που η Ελένη Ράντου βγαίνει στη σκηνή γιανα αφηγηθεί το «Party της Ζωής της». Σχεδόν τρεις ώρες μετά βρισκόμαστε στο καμαρίνι της. «Σου άρεσε;» ρωτά ανάβοντας τσιγάρο.

Κάνεις μια παράσταση που θυμίζει έντονα προσωπική εξομολόγηση. Σαν να είχες την ανάγκη να μοιραστείς δικά σου κομμάτια ζωής. Ναι, έχει αυτό το στυλ. Δεν είναι γεγονότα που έχουν συμβεί σε μένα προσωπικά, είναι γεγονότα που με έχουν στοιχειώσει, ακόμα κι αν συμβαίνουν σε άλλους. Έγραψα αυτό το έργο μέσα στην πανδημία, σαν ένα αποχαιρετιστήριο σε όλους τους αγαπημένους μου. Ανθρώπους που έχασα και ήθελα να τους αποτίσω ένα δικό μου φόρο τιμής. Για παράδειγμα, σε ένα σημείο της παράστασης ακούγεται το «Πόσο σε θέλω» του Μαχαιρίτσα, που ήταν φίλος μου και με πόνεσε η απώλειά του.
Μεγαλώνοντας, συμβιβαζόμαστε περισσότερο με την απώλεια; Ποτέ δεν συμβιβάζεσαι, απλώς προσπαθείς να συμφιλιωθείς γιατί αυτή είναι η μεγαλύτερη υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Είναι και το μόνο πλάσμα που ξέρει ότι θα πεθάνει και την ίδια στιγμή προσπαθεί να μείνει αθάνατο. Συμβαίνει δηλαδή μια τέτοια παράκρουση μέσα στον ψυχισμό μας που έχει μια τραγικότητα και μια αστειότητα μαζί.
Τι σου λένε οι θεατές φεύγοντας από αυτή την παράσταση; Είναι συγκινητικό αυτό που ζω. Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω ξαναζήσει. Είναι κάπως σαν να γιατρευόμαστε όλοι μαζί. Να σκεφτείς, ακούω περισσότερα «ευχαριστώ» παρά «συγχαρητήρια». Ποτέ δεν ήταν στόχος μου να παίξω μεγάλους ρόλους, να κάνω ρεπερτόριο και να σαρώσω την Επίδαυρο. Με ενδιαφέρει πολύ αυτός που θα δει το έργο να βρει κάτι που θα τον βοηθήσει, κάτι που θα τον ανακουφίσει. Ανακουφιστική είναι η σκέψη μου σε σχέση με την τέχνη. Και επειδή ακριβώς είναι τέτοια η σκέψη είναι σαν να έχω φτάσει το στόχο μου. Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που γράφω τελείως μόνη μου ένα έργο. Διασκευές έχω κάνει πολλές αλλά συγγραφή όχι, πάντα τη μοιραζόμουν με ανθρώπους γιατί χρειαζόμουν τη «ματιά του τρίτου». Αυτό το έργο, λοιπόν, μου βγήκε τόσο αβίαστα και τόσο –σε εισαγωγικά εύκολα! Δεν είχα καμία επίγνωση του τι «impact» θα έχει στον κόσμο. Μπορώ να σου πω ότι μάλλον με είχε πιάσει και μια τάση αυτοκαταστροφής, του στυλ «Εγώ θα κάνω κάτι που αφορά εμένα. Θα είμαι μόνη μου στη σκηνή, δεν θα έχω κανέναν απλήρωτο και θα είμαι έτοιμη να “κατέβω” ακόμη και σε ένα μήνα». Γιατί αυτό πίστευα, ότι η παράσταση θα αντέξει το πολύ μέχρι τον Δεκέμβρη.
Σε πιάνουν συχνά τέτοιες τάσεις αυτοκαταστροφής; Κατά καιρούς, ναι. Νιώθω πως μέσα από αυτές ξαναγεννιέμαι. Αλλά στ’ αλήθεια δεν ξέρεις αν κάθε φορά που το κάνεις θα ξαναγεννηθείς. Κάθε φορά είναι μια ισορροπία τρόμου: θα μπορέσεις νατο ξαναπάρεις από την αρχή; Γιατί όσο μεγαλώνεις είσαι πιο κοντά στο τέλος απ’ όσο στην αρχή σου. Και κυρίως στην «ξανά-αρχή» σου. Και αυτά τα δύο χρόνια της πανδημίας ένιωσα να βγαίνω εντελώς από τις ράγες του τρένου και πως αυτό το «στοίχημα» είναι πιο αυτοκαταστροφικό από ποτέ.
Χαίρεσαι την επιτυχία ή πάντα έχεις το άγχος της επόμενης; Πάντα η επιτυχία μού δημιουργούσε περισσότερο άγχος απ’ όση χαρά. Θεωρούσα πως οι άλλοι είναι υπεύθυνοι για το καλό που μου συμβαίνει. Ναι, το καλό ήταν πάντα των άλλων και το κακό δικό μου. Όλες τις επιτυχίες τις χάριζα και όλες τις αποτυχίες τις κράταγα για μένα.
Γιατί το έκανες αυτό; Φοβόμουν την αντίδρασή μου εάν αποδεχθώ ότι μια επιτυχία είναι δική μου. Δεν το φοβάμαι όμως πια. Τώρα το απολαμβάνω γιατί είναι πάρα πολλά τα χρόνια και λες «άμα το χάσω τώρα στα 50-φεύγα, μαγκιά μου κιόλας»! Είναι η απόφαση ζωής που πήρα μετά την πανδημία, ότι αυτή την επιτυχία θα τη χαρώ. Ντρέπομαι τόσα χρόνια για τις επιτυχίες
μου – μη με θεωρήσουν ψώνιο. Θέλω αυτή τη φορά να τη ζήσω και να τη διαλαλήσω παντού! Έχει φύγει, αν θέλεις, από μέσα μου αυτό το μικροαστικό ότι επιτυχημένος σημαίνει «τέρας» και όλα αυτά που ενοχοποιούν τους ανθρώπους που είναι ικανοί. Πολλές φορές στη ζωή μου κρύφτηκα πίσω από οτιδήποτε καλό και θέλω αυτή τη φορά να βγω
μπροστά και να πω: «Ναι, οφείλονται σε μένα πολλά καλά. Δεν οφείλονται πάντα στους άλλους.» Νατο πω σε μένα βασικά –δεν με νοιάζει να το πω παραέξω– και αυτό να μη με τρομάξει, να μη μου φέρει άγχος και να μη με κάνει στο τέλος δυστυχή. Πώς να σ’ το πω διαφορετικά; Θέλω να κρατήσω την ευτυχία μου αποδεχόμενη ότι έχω πολύ μεγάλο ποσοστό ευθύνης γι’ αυτήν. Στην παράσταση αναφέρεις 5.000 λόγους για τους οποίους αξίζει να ζει κανείς.

Άφησες κάποιον απ’ έξω; Νομίζω είναι ένας που δεν τον έχω συμπεριλάβει στο έργο: το να μοιράζομαι. Πολλές φορές μου έχει συμβεί να έχω πάει κάπου και να τρώω κάτι καταπληκτικό ή να βλέπω ένα υπέροχο τοπίο. Και πάντα σκέφτομαι: «Αχ, ποιους να πάρω τηλέφωνο να το ζήσουν κι αυτοί; Με ποιον να το μοιραστώ;» Το να απολαμβάνω κάτι μόνη μου και να μην το μοιράζομαι δεν με κάνει ευτυχισμένη. Μόνο τη μιζέρια μου δεν μου αρέσει να μοιράζομαι. Εκεί «κλείνομαι» γιατί ξέρω ότι δεν είναι ευχάριστη στιγμή μου και δεν θέλω να τη μεταδώσω, να γίνω τοξική ή ανεπιθύμητη αν θες. Αλλά ένα «φως» που μπορεί να βρω μέσα μου –ή έξω μου– θέλω πάρα πολύ να το μοιραστώ. Γιατί εκείνη τη στιγμή μπορεί κάποιον να σώσεις. Όπως και μένα μπορεί να με έχουν σώσει με τον ίδιο τρόπο.

Αυτές τις ζόρικες στιγμές σου με ποιους τις μοιράζεσαι; Η αλήθεια είναι πως απομονώνομαι. Σκέφτομαι δηλαδή τώρα τον κύκλο μου και διαπιστώνω πως είναι πολύ περιορισμένος. Κι ενώ φαίνομαι πολύ easy going δεν είναι καθόλου έτσι. Είμαι δύσκολη στο να ανοιχτώ, οπότε τα δύσκολα ακόμη δυσκολότερα τα ακουμπάω κάπου. Μόνο η οικογένειά μου μπορεί να τα κουβαλήσει – και αυτό αναγκαστικά, γιατί δεν μπορώ να τους αποφύγω. Ζούμε στο ίδιο σπίτι! Αν μπορούσα όμως και αυτούς να μην τους βαρύνω, θα το έκανα. Ντρέπομαι πολύ για τα σκοτάδια μου. Ντρέπομαι να κάνω κοινωνό κάποιον. Είναι σαν να φέρνω ανθρώπους την ώρα που πάω στην τουαλέτα. Είναι μια πολύ προσωπική στιγμή.

Τι έχεις μάθει από αυτά τα σκοτάδια; Πως αν τα κάνεις φίλο σου έχουν να σου μάθουν πολύ περισσότερα από το φως. Αλλά αυτή είναι μια μοναχική πορεία, δεν γίνεται με παρέα. Το σκοτάδι, αν δεν το φοβηθείς, αν αρχίσεις να το ψάχνεις και βρεις τρόπους να το παλέψεις, έχει τη δύναμη να γρατσουνίσει τον τοίχο μέχρι να βγει σε παράθυρο. Αυτό, όμως, απαιτεί γενναιότητα.

Με το χρόνο πώς τα πας; Νιώθεις να έχεις λειάνει κάπως τις γωνίες σου; Ας πούμε πως νιώθω ότι μεγαλώνω ωραία. Δεν βασανίζω πια τόσο τον εαυτό μου, γιατί τον έχω μάθει. Παλαιότερα ήμουν πολύ τιμωρητική μαζί του. Τώρα, κάποιες φορές τολμάω και να τον χαϊδέψω. Να του πω τα «μπράβο» που αξίζει. Ποτέ δεν τα έλεγα αυτά, θεωρούσα ότι είχα ένα έλλειμμα και έπρεπε να το κυνηγήσω. Τώρα λέω «εντάξει, ρε παιδί μου, μεγάλωσες, πάψε να αυτομαστιγώνεσαι».

Τι θα έλεγες πως σε έχει βοηθήσει να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι σήμερα; Κάποια μοναχικά ταξίδια. Με έχουν βοηθήσει πολύ αυτά τα ταξίδια, γιατί όταν πας έξω ξεχνάς ποια είναι η Ράντου και έρχεσαι κοντά με την Ελένη. Κι εμείς οι ηθοποιοί έχουμε έναν κίνδυνο: Νομίζουμε ότι είμαστε μόνο αυτό το κομμάτι μας αυτό που εκτίθεται προς τα έξω– και παραμελούμε το άλλο, το οποίο είναι «εγώ που βαριέμαι να βάφομαι και μπορεί να με δεις στο Μπράιτον, για παράδειγμα, να κάνω βόλτα με την πιτζάμα και να μη με ενδιαφέρει καθόλου πώς θα φανώ στα μάτια των άλλων».

Έχει συμβεί στ’ αλήθεια αυτό; Ναι! (γέλια) Η αλήθεια είναι πως ειδικά μετά την κρίση το Μπράιτον έχει γεμίσει Έλληνες, αλλά εκεί δεν με νοιάζει και να με αναγνωρίσουν. Είμαι πιο κοντά σ το κέντρο μου. Αυτή η ρημαδιασμένη σκέψη που μας έχουν περάσει, του «τι εικόνα μπορεί να έχει ο κόσμος για σένα», είναι ότι πιο καταπιεστικό έχω νιώσει. Πολλές φορές αισθάνομαι να με πνίγει.

Ωστόσο κάνεις ένα επάγγελμα που σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στη γνώμη των άλλων. Ναι, γιατί στήνεις όλη σου την ύπαρξη γύρω από αυτό, και αυτό σε κάνει να χάνεις την ύπαρξή σου τελικά. Πάντως βλέπω πως –μέσα από την τηλεόραση και τα social media το κάνουμε πλέον μόνοι μας στον εαυτό μας. Να εκτιθέμεθα και να δεχόμαστε σχολιασμό για το πώς είμαστε ανά πάσα στιγμή. Ειδικά αν είσαι και αναγνωρίσιμος, ο καθένας θεωρεί ότι μπορεί να σου γράψει ελαφρά τη καρδία ότι θέλει, το οποίο είναι φοβερά καταπιεστικό.

Κάθε βράδυ στήνεις στη σκηνή του Διάνα το «Party της Ζωής σου». Έχεις αναμνήσεις από ωραία πάρτι της παιδικής σου ηλικίας; Τα παιδικά μου πάρτι ήταν άθλια. Κατάθλιψη κανονική! Μια φορά μου έκανε η μητέρα μου γιορτή στο σπίτι και είχε φτιάξει πατάκια για όλα τα παιδιά για να μην της χαλάσουμε το παρκέ. Και χορεύαμε πάνω στα πατάκια! Οπότε καταλαβαίνεις… Επίσης θυμάμαι να με στέλνουν στα πάρτι που πήγαινε η αδερφή μου για να κάνω τον «μπαμπούλα». Είχαμε τρία χρόνια διαφορά κι εγώήμουν ο «μπάστακας», το οποίο καθόλου δεν μου άρεσε. Καθόμουν μόνη μου στον μπουφέ κι έτρωγα όλα τα γαριδάκια.

Σε έστελναν στα πάρτι αυτά για να επιβλέπεις την αδερφή σου; Ναι, ήθελαν να παίρνουν πληροφορίες από εμένα για το τι συνέβη, το οποίο με έφερνε σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Υπήρχε πάντα ο όρος στο σπίτι ότι θα πάει η αδερφή μου στο πάρτι μόνο αν πάρει κι εμένα μαζί της. Και μετά να πρέπει να είμαι το «καρφί». Μετά τα 30 μου άρχισα να περνάω ωραία στα πάρτι, και αυτά θέλω να θυμάμαι. Όπως, για παρά-
δειγμα, κάποιες βραδιές Πρωτοχρονιάς που τις γιορτάζαμε στο σπίτι λόγω της γιορτής του Βασίλη (Παπακωνσταντίνου), με γέλια και χαρές.

Με τον Βασίλη έχετε μια κόρη 25 χρονών σήμερα, τη Νικολέττα. Πώς τη μεγάλωσες; Ένιωσες κάποιες στιγμές να γίνεσαι η μητέρα σου; Δεν έγινα η μητέρα που είχα, αλλά έχω καταλήξει σε ένα συμπέρασμα: με όποιον
τρόπο κι αν μεγαλώσεις το παιδί σου, θατο τραυματίσεις. Δεν υπάρχει ο ιδανικός
τρόπος. Είσαι καμένος από χέρι! Γιατί, τελικά, δεν φτάνει μόνο η αγάπη.

Η αγάπη πολλές φορές σκοτώνει; Δεν ξέρω αν σκοτώνει αλλά μπορεί να πνίξει. Έπειτα είναι και ο παράγοντας «παιδί», που σε οποιαδήποτε δυσκολία σε σένα θα ζητήσει ευθύνη. Ας πούμε, αν δεν θέλεις να είσαι παρεμβατικός και πεις στο παιδί σου «πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου», μπορεί για τον ίδιο λόγο ένα παιδί να σε κατηγορήσει και ένα παιδί να σε ευγνωμονεί. Να σου πει δηλαδή «με άφησες μόνο μου και δεν με στήριξες» ή «με στήριζες τόσο πολύ που με έπνιξες». Νομίζω ότι όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι χαμένο και κερδισμένο την ίδια ώρα, για κάθε γενιά.

Από τη δική σου μητέρα τι τραύμα κουβαλάς; Κοίτα, με τη μητέρα μου είχαμε μια ιδιόρρυθμη σχέση. Ήμουν, ας πούμε, ένα «οικογενειακό βάρος» διότι η οικονομική τους κατάσταση δεν επέτρεπε δεύτερο παιδί. Εγώ ήμουν το δεύτερο παιδί, οπότε μου είχε περάσει πολύ έντονα η αίσθηση ότι βάραινα, ότι περίσσευα, ότι είμαι ανεπιθύμητη.

Και πώς λειτούργησε αυτό αργότερα στις σχέσεις σου; Είναι πολύ δύσκολο να νιώθεις ότι περισσεύεις. Αυτό το κουβαλάς και ή το παλεύεις ή σε παίρνει από κάτω και πας στην άλλη άκρη: να προσπαθείς απελπισμένα να κερδίσεις τη συμπάθεια των άλλων. Νομίζω ότι το αποτέλεσμα όλης αυτής της δυσκολίας ήταν να κάνω αυτήτη δουλειά. Συζητώντας με πολλούς συναδέλφους, μου έχει κάνει εντύπωση πως οι γυναίκες ηθοποιοί κατά ένα 70% έχουμε φάει απόρριψη κυρίως από τη μητέρα μας. Και βρήκαμε διέξοδο σε αυτό το επάγγελμα. Δηλαδή πήγαμε να παλέψουμε στα ίσια και να κάνουμε δημιουργία το θέμα μας.

Όλα αυτά τα συζήτησες αργότερα με τη μητέρα σου; Όχι, δεν τα είχαμε πει ποτέ και ύστερα έπαθε άνοια. Αλλά έχω την εντύπωση ότι, ακόμη και μέσα από την άνοια, έχουμε συνεννοηθεί. Βρήκαμε, αν θέλεις, έναν τρόπο να αγαπηθούμε. Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος που έχει άνοια μπορεί να αγαπήσει, αλλά εγώ τη μεγαλύτερη τρυφερότητα τη νιώθω στα τελευταία στάδια της άνοιάς της. Νιώθω ότι μπορεί και να με αγάπησε, αλλά κυρίως νιώθω ότι την αγάπησα εγώ. Συμφιλιώθηκα δηλαδή και με τα δικά της βάσανα.

Μπήκα στη θέση της…
Όπως και η ηρωίδα του έργου σου.
Ναι! Ίσως αυτό είναι το μόνο πολύ βιωματικό κομμάτι της παράστασης. Το φινάλε.

Στο πάρτι της δικής σου ζωής τι μουσικήθα έβαζες; Για κάποιο λόγο, από πολύ μικρή είχα σχέσεις με μουσικούς. Η μουσική δηλαδή ήταν σαν να με «τρύπαγε», σαν να με αποζητούσε και να την αποζητούσα. Νομίζω είχα περισσότερες σχέσεις με μουσικούς απ’ ό,τι με ηθοποιούς, οπότε δεν είναι τυχαίο που και η παράσταση
έχει τόση μουσική. Για παράδειγμα, το τραγούδι «Η ζωή μου όλη», που ακούγεται στην παράσταση, είμαι εγώ. Αυτό το τραγούδι με περιγράφει.
Πίστευα ότι θα έλεγες κάποιο τραγούδι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Όχι! Για να είμαι ειλικρινής, αυτό είναι το τραγούδι που έχει ένα πολύ έντονο κομμάτι μου: «Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο, που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω».
Και πώς θα τελείωνε αυτό το πάρτι; Ποιος να ξέρει… Άσε να δώσει η ίδια η ζωή την απάντηση!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΑΝΗ ΠΛΑΤΣΑΤΟΥΡΑ