Δεν υπάρχει άνθρωπος αυτή τη στιγμή που να έχει παρακολουθήσει έστω και λίγο την υπόθεση επίθεσης με βιτριόλι και να μην έχει προβληματιστεί βαθιά.
Δεν υπάρχει νοήμων άνθρωπος που στο βάθος του μυαλού του να μην διακρίνει το πυρηνικό λάθος στην όλη ιστορία.
Δεν υπάρχει γυναίκα που να μη συναισθάνεται το θύμα και να μην ανατριχιάζει με τη σφοδρότητα της επίθεσης. Κι όμως, κάπου στην όλη εξιστόρηση, κάπου στο όλο χρονικό των βημάτων της δράστιδος, κάποιος που έχει την ψυχραιμία και καθαρό μυαλό, θα ανακαλύψει ότι η όλη καταγραφή είναι το μακάβριο πάρτι των θλιβερότερων κλισέ και των πιο βλακωδών στερεοτύπων που ακολουθούν τις γυναίκες εδώ και δεκαετίες.
Η φερόμενη ως δράστις περιγράφεται ως μία γυναίκα που αγόταν και φερόταν από τα πάθη και τις εμμονές της, από την ευπιστία της σε μέντιουμ και γητείες, από την συνεχή ανασφάλειά της για την εξωτερική της εμφάνιση. Είναι έτσι, λοιπόν, οι γυναίκες σήμερα; Είναι θέμα φύλου οι μοχθηρές σκέψεις, οι μηχανορραφίες και τα πλάνα εξόντωσης;
Το θέμα «πουλάει» χωρίς ιδιαίτερο σπρώξιμο από τα ίδια τα γεγονότα και τα ευρήματα των αρχών. Ωστόσο, η αναπαραγωγή στερεοτύπων τύπου («γυναίκες, τι περιμένεις;», «τι τις νοιάζει τις γυναίκες; Να είναι όμορφες, να είναι πριγκίπισσες, να κάνουν κάποιον να τις ερωτευτεί τυφλά και να τις παντρευτεί») είναι μία άλλη επικίνδυνη πτυχή της καταγραφής της πολύκροτης υπόθεσης.
Και είναι μια πτυχή που μπολιάζεται με προθυμία και ελαφρότητα μέσα από εκπομπές και στήλες, μέσα από αετονύχικες συμβουλές για το πώς να κρατήσει κάποια τον σύζυγο ή τον σύντροφό της, μέσα από την πώληση αέρα κοπανιστού (μαντζούνια, βότανα, ξόρκια και άλλα χαμερπή) ακόμη και από τον τηλεοπτικά προγράμματα σε ώρες κοινής ησυχίας (και υψηλής τηλεθέασης).
Όχι, δεν είναι οι γυναίκες έτσι, όπως με ευκολία συμπεραίνουν κάποιοι. Ο μισογυνισμός είναι έτσι και είναι ακόμη πιο οδυνηρός όταν εκδηλώνεται από γυναίκες. Μετά από χρόνια σεξιστικής πλύσης εγκεφάλου, ναι, είναι πολύ πιθανό μια γυναίκα να σκεφτεί για μια άλλη γυναίκα που της επιτέθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι «ναι, κρίμα, αλλά ποιος ξέρει τι είχε κάνει».
Και εκεί μιλάμε για πλήρη αφομοίωση και υιοθέτηση όλης της σάπιας κουλτούρας του πατριαρχικού οικοδομήματος που θέλει τη γυναίκα κυρία στο σαλόνι, πόρνη στο κρεβάτι και στο τέλος της ημέρας στην κουζίνα της.
Και για να τελειώνουμε με όλο αυτό το βολικότατο για τον σεξισμό αφήγημα, ας θυμηθούμε την οργή του Μπωντλέρ για τη «Μαντάμ Μποβαρύ»: ο συγγραφέας πίστευε βαθιά ότι η ηρωίδα του εκπαιδεύτηκε στο να σκέφτεται ελαφριά και επιπόλαια ζητήματα σοβαρά, όπως ο έρωτας, ο γάμος και η επιβίωση, ακριβώς επειδή ως έφηβη διάβαζε εύπεπτα ρομάντζα.
Εκπαιδεύτηκε, δηλαδή, σε έναν τρόπο σκέψης που την μετέτρεπε σε έρμαιο των παθών της και των ερωτικών της συντρόφων. Και είχε δίκιο. Τη θέση εκείνων των μυθιστορημάτων σήμερα έχουν πάρει εργολαβικά εκπομπές που πιστεύουν ότι οι γυναίκες έχουν συγκεκριμένους βολικούς προορισμούς.
Εκπαιδεύονται στο πώς να αισθάνονται για τις άλλες γυναίκες, που, ναι μπορεί να είναι ωραιότερες, ικανότερες, δημοφιλέστερες, πιο αγαπητές, πιο πλούσιες. Εκπαιδεύονται στον φθόνο και στην ίντριγκα – και είναι ό,τι πιο απογοητευτικό, μιλάμε για το 2020, που να πάρει.
Μπορεί να φαντάζει αστείο, αλλά δεν είναι. Είναι επικίνδυνο και υποθηκεύει το μέλλον όλων γυναικών που είναι προορισμένες για πολλά περισσότερα από αυτά που προστάζουν τα έμφυλα στερεότυπα.
Όσο για τις «γυναίκες που μισούν γυναίκες»; Ούτε η μοχθηρία ούτε η καλοσύνη έχουν φύλο. Τελεία.