Ο Βασίλης Τσιλιχρήστος μιλάει για τις αθηναϊκές του νύχτες

Για τρεις δεκαετίες, ήταν ο άνθρωπος που είχε στα χέρια του τα μεγαλύτερα clubs της πόλης, με τα πιο περιζήτητα τραπέζια και την πιο αυστηρή guest list. Έπειτα από οκτώ χρόνια, επιστρέφει και είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Από τον Πάνο Ζόγκα

Φωτογραφία: Γιώργος Μακρής

Δεκαετία του ’90, στην Αθήνα. Ένα σκηνικό μαγικό, σαν να είχε βγει από ταινία του σινεμά. Ένας κόσμος που διασκέδαζε σαν να ήταν το τελευταίο βράδυ του κόσμου. Ένας ωκεανός από flash, ποτά, πόζες, αισιοδοξία, προσμονή. Εκκεντρικότητες και πίστη ότι το party θα συνεχιστεί για πάντα. Ένα βασίλειο δύναμης και ατέλειωτης χαράς, του οποίου τα κλειδιά κρατούσε εκείνος. Σήμερα, καθόμαστε παρέα στο νέο Privilege, με πανοραμική θέα στον Παρθενώνα. Τον Βασίλη τον γνώρισα το 1992 και από τότε πολλά μπορεί να άλλαξαν, πολλά μπορεί να έγιναν, αλλά εκείνος εξωτερικά μοιάζει ανέγγιχτος από τον χρόνο. Και στο φιζίκ, και στο σώμα, αλλά κυρίως στη διάθεση και την αύρα του. Είναι από τους ανθρώπους που έχουν τη μαγική τέχνη να περνούν απαρατήρητοι μέσα στο πλήθος ή αν θέλει να γίνεται το επίκεντρο της προσοχής. Μιλάει με ροή, είναι ικανός να παρατηρεί ταυτοχρόνως τι γίνεται στο μαγαζί και έχει εμμονή με τη λεπτομέρεια.

Το ξεκίνημα

«Όταν ξεκινούσα, στα τέλη της δεκαετίας του ’80,την πορεία μου στη νύχτα, υπήρχαν έξι μαγαζιά που όριζαν τη διασκέδαση της Αθήνας, με πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα και πολύ πετυχημένο concept. Ήταν η Αυτοκίνηση του Μάκη Σαλιάρη, το Εργοστάσιο του Τάσου Μελετόπουλου, το Wild Rose του Δημήτρη Μπαβέλλα, η Αίγλη του Λάκη Ραπτάκη και το 14 στο Κολωνάκι. Μόλις είχα τελειώσει τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και ήθελα να ανοίξω τον δικό μου χώρο. Για μένα, ήταν φύσει αδύνατον να κάνω κάτι που έχει κάνει άλλος πετυχημένα, έπρεπε να κάνω κάτι δικό μου. Αυτό ήταν δεδομένο. Τι ήμουν τότε; Ήμουν ένα παιδί που γεννήθηκε στα Τρίκαλα, μεγάλωσε στην Ελευσίνα και είχε έρθει στην Αθήνα. Είχα τελειώσει από φαντάρος και δούλευα στο Bolero της Γλυφάδας. Έτσι, μου ήρθε η ιδέα να κάνω ένα μαγαζί που θα παίζει ελληνική μουσική. Ένα είδος που δεν παιζόταν σε κανένα από τα μαγαζιά που σου είπα. Έτσι έγινε το μικρό Mercedes στη Γλυφάδα, που έμεινε στην ιστορία της νύχτας ως το πρώτο bar-εστιατόριο που έπαιξε ελληνική μουσική. Έσπασε κατά κάποιον τρόπο το ταμπού. Φυσικά, καμία σχέση με την ελληνική μουσική που παίζεται τώρα στα clubs. Τότε, παίζαμε πολύ ελληνικό σινεμά, δηλαδή Πλέσσα, “Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες”, πολύ Λουκιανό Κηλαηδόνη και Αρλέτα, το “Μπαρ το ναυάγιο”, Μηλιώκα και Γιοκαρίνη. Αυτό ήταν το μουσικό στιλ».

Εκτός από τη μουσική, ήταν φυσικά και οι άνθρωποί του: «Το προσωπικό μου ήταν άνθρωποι που θα μου άρεσε να τους έβλεπα και ως πελάτες. Γινόμαστε και φίλοι, γιατί με το προσωπικό σου περνάς τη μισή σου μέρα, δηλαδή τη μισή ζωή σου στην ουσία. Αν έβλεπα σε κάποιον ενθουσιασμό για δουλειά, του έλεγα να έρθει μαζί μας. Θυμάμαι, έτρωγα στο Queen Burger στη Γλυφάδα και είχα δει εκεί τον Νίκο Μπιουρ, μικρό παιδί τότε, να φτιάχνει μπιφτέκια με κέφι, ενθουσιασμό και χαμόγελο. Και λέω “Aν αυτός έχει τόσο ενθουσιασμό με τα μπιφτέκια, αν τον βάλω σε άλλο εργασιακό πλαίσιο, δηλαδή στο Villa Mercedes, θα μεγαλουργήσει”. Και έτσι έγινε. Αυτό με ενδιαφέρει στον άλλον, ο ενθουσιασμός του. Τα υπόλοιπα τα κάνω εγώ».

Από εκείνο το μαγαζί άρχισε σιγά-σιγά να χτίζεται ο μύθος του ονόματος του Τσιλιχρήστου με τα μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά που όριζαν στην κυριολεξία την αθηναϊκή νύχτα για τρεις σχεδόν δεκαετίες. Αν και ο ίδιος θεωρεί ότι δεν έγιναν όλα γρήγορα. «Από το μικρό Mercedes στη Γλυφάδα μέχρι να φτιάξω τα μεγάλα μαγαζιά στην Παραλιακή, πέρασαν τρία χρόνια. Από τότε ήθελα να είμαι σίγουρος για το επόμενο βήμα. Δεν βιάζομαι γενικά στη ζωή μου. Δεν κάνω γρήγορες κινήσεις ποτέ, ούτε στα επαγγελματικά μου ούτε στα προσωπικά. Από τον πρώτο χρόνο, είχα άπειρες προτάσεις από επιχειρηματίες για να ανοίξω και άλλα Mercedes, αλλά δεν ήθελα. Το 1991, έγινε το Mercedes Club, στο παλιό club Ειρηνικός, απέναντι από το Ασκληπιείο της Βούλας. Και έτσι μπήκα στα μεγάλα μαγαζιά».

Φωτογραφία: Γιώργος Μακρής

Η αυτοκρατορία χτίζεται

Τεράστιοι χώροι, άλλα μεγέθη, άλλη Αθήνα, ένας άλλος κόσμος. Τον ρωτώ αν νοσταλγεί εκείνες τις εποχές. «Καθόλου δεν νοσταλγώ το παρελθόν. Δεν λέω ποτέ “Οι παλιές καλές εποχές”. Τις εποχές τις κάνουν οι άνθρωποι, τις κάνουν οι παρέες. Τώρα που ο κόσμος με τα social media μαθαίνει τα trends πιο γρήγορα, μπορεί να διαμορφώσει άμεσα γνώμη για κάτι. Παλιά, γινόταν κάτι μόδα στην Αμερική και έφτανε στην Ελλάδα με το καράβι, ούτε καν με το αεροπλάνο. Τώρα, ακούς ότι υπάρχει ένα καλό club στο Ντουμπάι ή στη Νέα Υόρκη και αμέσως με το κινητό έχεις εικόνα, ακούς τι μουσική παίζει, βλέπεις τι πελάτες το επισκέπτονται. Πιστεύω ότι καθετί ανήκει στην εποχή του. Κάθε γενιά έχει κάτι ενδιαφέρον να πει. Πάντα. Οπότε και εγώ είμαι εκεί για να ακούσω την εποχή που ζω και όχι για να την κρίνω. Όχι να πάω απέναντί της. Θέλω να πορεύομαι μαζί της, δεν θέλω να είμαι εκτός».

Εκτός από τις ιδέες από το εξωτερικό που μετέφερε ο Βασίλης στα 90s, είχε καθιερώσει και δικές του, με απόλυτη επιτυχία. Όπως το να πετιούνται χαρτοπετσέτες στον αέρα. «Πού τις θυμήθηκες τις χαρτοπετσέτες; Είχαν γίνει και σκετς στους Δέκα Μικρούς Μήτσους του Λαζόπουλου. Τότε δεν είχαμε τα “πιστόλια” που πετάνε κομφετί και ένα βράδυ ο φίλος μου Μπάμπης Κουμπόγιωργας, που είχε έρθει με τον DJ Zano από τις Σπέτσες, είχε μια ιδέα. Πήρε το πακέτο με τις χαρτοπετσέτες που ήταν στο bar και το πέταξε στον αέρα. Με αυτή την κίνηση, έκανε χαμό. Έκανε κατά κάποιον τρόπο τάση. Έγινε το highlight κάθε βραδιάς, που όλοι περίμεναν. Και μετά το πήραν και το έκαναν όλα τα μαγαζιά στην Παραλιακή».

Το 1994, ο Βασίλης αποφασίζει και πάλι να αλλάξει, αφού το ένστικτό του του έλεγε πως ό,τι δεν αλλάζει, πεθαίνει. «Όταν πια άρχισαν να κάνουν όλοι αυτό που έκανε το Mercedes, δηλαδή να παίζουν ελληνική μουσική και μάλιστα με κακής ποιότητας ελληνικά, είπα ότι εγώ θα πάω στην απέναντι όχθη. Θα κάνω ένα club που θα παίζει μόνο ξένη μουσική. Είχε έρθει τότε η house στο προσκήνιο και έκανα το Amfitheatro. Ήταν η εποχή που είχα αρχίσει τα πολλά ταξίδια. Να ξέρεις, οι διακοπές μου είχαν να κάνουν πάντα με τη δουλειά μου. Να διευρύνω τις προσλαμβάνουσές μου, να εξελίξω αυτό που κάνω. Εκείνη την περίοδο, έχοντας την εμπειρία της Ίμπιζα, του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης (όπου θυμάμαι ότι για να μπω στο Sound Factoryγια να ακούσω τον Junior Vasquez είχα κάτσει δύο ώρες στο κρύο και περίμενα), ήξερα ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή μου. Έτσι, μια μέρα καθόμουν στην παραλία στα Αστέρια της Γλυφάδας και σχεδίασα πάνω στην άμμο πώς ήθελα να είναι το Amfitheatro. Το σχέδιο στην άμμο το υλοποίησε ο Μπάμπης Ιωάννου. Φυσικά, πάντα παίζει ρόλο η μουσική. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μουσική που παίζεις στον χώρο είναι πάνω από το 50% της επιτυχίας ενός club. Οπότε, άρχισα να μαθαίνω να παίζω μουσική και να ενημερώνομαι».

 

Face control

«Ανάμεσα στα πολλά στοιχεία που έβαλε στη νύχτα ήταν και αυτό της αυστηρής πόρτας». Ήταν στοιχείο status για δεκαετίες να έχεις γνωστό πορτιέρη των μαγαζιών του. Αν περνούσες την πόρτα, σήμαινε πολλά, σου έδινε κύρος, σου έδινε υπόσταση κατά κάποιον τρόπο. Γελάει, αλλά δεν του αρέσει και πολύ ο όρος «σνομπ». «Για να μπορέσω να είναι στα μαγαζιά μου οι “καλοπροαίρετοι” άνθρωποι και όχι αυτοί που είδαν φως και μπήκαν, έκανα εγώ ο ίδιος πόρτα, ώστε να υπάρχει και μια καλή αναλογία αντρών και γυναικών. Ήθελα ανθρώπους που είχαν κάτι. Δούλευα 16 ώρες τη μέρα. Και το κάνω ακόμα. Έχω μάθει ότι για να στήσεις ένα project διασκέδασης πρέπει να είσαι από πάνω. Είμαι σε αυτήν τη δουλειά από μικρό παιδί. Έχω ανδρωθεί μέσα στο καφενείο του πατέρα μου στην Ελευσίνα, στο Κυψελάκι. Έχω περάσει από όλα τα πόστα, σέρβις, bar,  υποδοχή, ακόμη και λάντζα, και από μικρός έχω εκπαιδευτεί στο να κάνω παροχή υπηρεσιών. Η έγνοια μου λοιπόν είναι να κάνω τον καλεσμένο μου να περάσει καλά. Μπορεί να έλεγαν ότι είχα πολύ σκληρή πόρτα στα μαγαζιά, αλλά ήμουν ο καλύτερος οικοδεσπότης όταν έμπαινες μέσα. Για αυτό και πολλοί μου έλεγαν ότι άξιζε τον κόπο να περιμένουν. Ακόμη και το καφενείο του πατέρα μου το είχα χωρίσει στη μέση όταν ήμουν μικρός και είχα πει ότι από το ένα μέρος θα μπαίνουν τα ζευγάρια και από το άλλο οι άντρες που δεν συνοδεύονταν. Γιατί, σε μια μικρή κοινωνία όπως ήταν αυτή της Ελευσίνας, δεν μπορούσες να βγεις με τη γυναίκα σου και να έχεις δίπλα σου Λοκατζήδες από τον Ασπρόπυργο να την κοιτάνε. Αυτήν τη νοοτροπία έφερα στην Αθήνα. Πέντε ασυνόδευτοι άντρες μόνο μπελάδες θα δημιουργήσουν, είναι νόμος. Είναι τελείως διαφορετική η συμπεριφορά του άντρα όταν έχει έστω και την ξαδέρφη του μαζί, από όταν είναι άντρες μόνοι τους. Αυτή ήταν η συνεχής τριβή και η έγνοια μου. Φρόντιζα να διακοσμήσω όλη την ατμόσφαιρα».

Η Αθήνα μητρόπολη

Η τελευταία εκδοχή του Mercedes club ήταν το 1993, στο Rex. Εκεί όπου όλο το διεθνές τζετ-σετ έδινε το «παρών». «Ήταν η εποχή των top models. Όλοι οι Έλληνες σχεδιαστές, από τον Κωστέτσο, τους Χάρη και Άγγελο, τον Ασλάνη και τον Πολατώφ, έφερναν σε συνεργασία μαζί μας όλα τα διεθνή μοντέλα. Naomi Campbell, Cindy Crawford, Christy Turlington, όταν έρχονταν στην Αθήνα διασκέδαζαν το βράδυ στο Rex. Ήταν η εποχή που το MTV έπαιζε κάθε μέρα το Freedom του George Michael και είχε γίνει λαίλαπα. Ήταν τότε superstar». Τον ρωτώ αν θυμάται κάποια περιστατικά. «Ένα βράδυ είχαμε την Claudia Schiffer και, ενώ είχαμε κανονίσει με τον chef να φτιάξει ειδικό μενού, αυτή έπαθε εμμονή τρεις η ώρα το βράδυ και ήθελε να φάει τζατζίκι. Τρέχαμε νυχτιάτικα στον Ζάχο στην Μπιφτεκούπολη να της βρούμε τζατζίκι και της το βάλαμε σε ένα χαμηλό ποτήρι βότκας στο κεντρικό τραπέζι. Εκείνη τη μέρα, επίσης, ήταν η συναυλία των Guns N’ Roses στην Αθήνα και είχε έρθει ο Axl Rose σε ένα άλλο τραπέζι, με την τότε σύζυγο του, τη Stephanie Seymour. Κάποια στιγμή, χόρευαν όλοι στην πίστα αγκαλιασμένοι και ήταν και ο κιθαρίστας του συγκροτήματος, ο Slash, που έμενε στο Intercontinental και φεύγοντας άφησε το κλειδί του δωματίου του σε μια κοπέλα, η οποία δούλευε στο bar, και της είπε: “Έλα να με βρεις ό,τι ώρα θέλεις”. Επίσης, τότε ήταν σε άνθηση το μπάσκετ. Ένα βράδυ, είχε έρθει όλη η Εθνική Γιουγκοσλαβίας και μου έλεγε ένας συνεργάτης μου: “Αυτή τη στιγμή στην πίστα χορεύουν 5 δισ.”. Πολλά γίνονταν τότε και ήταν όλα πολύ σημαντικά, αλλά και απολύτως φυσιολογικά. Θυμάμαι τον Πάνο Ζήνα το ’91 να βγάζει το γοβάκι της Brigitte Nielsen, που τότε τα είχε με τον Stallone, να το γεμίζει με σαμπάνια και να της το δίνει να πιει. Θυμάμαι είχε έρθει ο Shaquille ONeal και κάθε γουλιά νερό για κείνον ήταν ένα ολόκληρο μπουκάλι Evian. Θυμάμαι να κάθεσαι στο εστιατόριο του Villa Mercedes και να τρώει δίπλα σου ο Kobe Bryant, ο Kevin Spacey ή ο Stevie Wonder, που όταν είχε έρθει στην Ελλάδα ήταν εκεί κάθε μέρα. Έζησα πολλές από τις μεγάλες αλλαγές στη διασκέδαση. Από το ΠΑΣΟΚ του Αντρέα, στη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη και μετά στον Σημίτη και στην εποχή του Παπαθεμελή. Ο νόμος Παπαθεμελή είχε φέρει μεγάλη αναταραχή. Ένα βράδυ στο Rex είχαν μπει μέσα τα ΜΑΤ να μας κλείσουν και εγώ που ήμουν στα decks έβαλα από αντίδραση τον Εθνικό Ύμνο στη διαπασών. Μου λέει ο αστυνόμος: “Κλείσε τη μουσική” και του απαντάω: “Δεν ξέρω πώς κλείνει, εγώ είμαι ηλεκτρολόγος εδώ”. Και σηκώθηκε ο κόσμος και τραγουδούσε τον ύμνο και χειροκροτούσε. Τότε ήταν μια Αθήνα σε μεγάλη άνοδο, είχε πλήθος τουριστών, ήταν μητρόπολη της Ευρώπης, ισάξια με το Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο. Όλοι οι διάσημοι έκαναν εδώ μια στάση για το lifestyle μας, το ότι ξενυχτούσαμε 7 μέρες τη βδομάδα και πολλές φορές τα μαγαζιά μας έκλειναν τις πρώτες πρωινές ώρες. Τότε η Αθήνα ήταν ό,τι είναι σήμερα η Μύκονος. Το μέρος όπου έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφτείς αν ήθελες να περάσεις καλά. Σκέψου ότι τα εμπορικά μαγαζιά έκλειναν στις 9:30 το βράδυ και στο Κολωνάκι στις 10 το βράδυ. Για αυτό και ο νόμος του Παπαθεμελή δεν μπορούσε να βρει καμία εφαρμογή. Ποιος θα πήγαινε να ψωνίσει, μετά κάπου για φαΐ και μετά να βγει και να γυρίσει σπίτι του και να πάει να κοιμηθεί. Οι φίλες μου ψώνιζαν και μετά ήθελαν να πάνε σπίτι να φτιαχτούν για να ετοιμαστούν. Έβγαιναν στις 12 και ξαφνικά υπήρχε ένας νόμος που ερχόταν να σε περιορίσει. Είναι σαν να πας τώρα στη Μύκονο καλοκαίρι και να πεις ότι στις 2 το βράδυ θα κλείνουν όλα».

 

Η αντεπίθεση

«Όταν με την κρίση κλείσαμε το Villa Mercedes, το ’12, έκανα ένα διάλειμμα. Γύρισα σχεδόν όλο τον κόσμο παίζοντας μουσική, και αυτό μου έκανε καλό. Έκανα μεμονωμένα events σε Λονδίνο, Μαϊάμι, Νέα Υόρκη, Κέιπ Τάουν, Ντουμπάι, Κατάρ, Λίβανο, Κωνσταντινούπολη, Σόφια, Κάιρο, Ρίο ντε Τζανέιρο, γιατί έπρεπε να γεμίσω ξανά από εικόνες, παραστάσεις, έθιμα. Και θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο που μπορεί και το κάνει όλο αυτό». Δεν του αρέσει να του λένε ότι ασχολείται με τη νύχτα. «Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη διασκέδαση», τονίζει. Φέτος, επέστρεψε με το Privilege στο Γκάζι. «Με τον Ηλία Μαροσούλη με τον οποίο συνεργάζομαι είχα συνεργαστεί παλαιότερα στο Rex. Είδα τον χώρο και τη θέα στον Παρθενώνα και αποφάσισα να επιστρέψω. Το ονόμασα Privilege γιατί ο Παρθενώνας είναι το προνόμιο των Αθηνών. Και σχεδίασα όλο το μαγαζί έτσι ώστε όπου και να κάθεσαι να έχεις θέα τον Παρθενώνα».

Τον ρωτάω πώς είναι τώρα που επέστρεψε με νέο μαγαζί έπειτα από 8 χρόνια: «Πάντα ήταν πρόκληση για μένα να έχω έναν χώρο. Βέβαια, για να σου πω την αλήθεια, είχα καλομάθει τα χρόνια που έλειπα, κάνοντας τη ζωή του πτωχού πλην τίμιου περιπλανώμενου καλλιτέχνη, και τώρα η καθημερινότητα κάπως με ξεβολεύει. Αλλά μου αρέσει γενικά να ξεβολεύομαι».

Φωτογραφία: Γιώργος Μακρής

Personal files

«Προχτές, είχα πάει στη μάνα μου. Μου μαγειρεύει μια-δυο φορές τη βδομάδα και πηγαίνω και τρώω μαζί της και τη βλέπω. Ναι, με ρωτάει αν θα παντρευτώ. Της λέω: “Μάνα, έχω περάσει την εφηβεία, πρέπει να βρω μια γυναίκα που θα με εμπνεύσει”. Ε, με τη δουλειά που κάνω, το θεωρώ λίγο δύσκολο. Δεν εντυπωσιάζομαι πια εύκολα». Τι μπορεί να τον εντυπωσιάσει; «Δεν χάνω τον ενθουσιασμό μου. Ίσως η κοινωνική δικτύωση». Τον ρωτάω αν έχει μετανιώσει που δεν έχει κάνει οικογένεια ή ένα παιδί. «Όχι. Στην τελική εμείς επιλέγουμε. Πιστεύω πως όποιος θέλει να κάνει την υπέρβαση πρέπει να αφιερωθεί πλήρως σε αυτό που κάνει. Εγώ τελικά μάλλον παντρεύτηκα τη δουλειά μου».