14 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για την πανδημία: Σαρίτα Χαΐμ

Η Σαρίτα Χαΐμ γράφει αποκλειστικά για το DownTown μια ιστορία με έμπνευση από την εποχή του κορονοϊού και τίτλο «Το παρεάκι».

Ακούω μια φωνή γνωστή, από εκείνες που κυλούν μέσα στο αυτί με μια γλυκιά οικειότητα, ναζιάρικη μα ταυτόχρονα δυναμική και αυτεξούσια. Από την άλλη, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο με ξενίζει η παρουσία της, μοιάζει να μη στέκει στον παρόντα χωροχρόνο.

Ανοίγω απρόθυμα τα μάτια και κοιτώ την οθόνη της τηλεόρασης. Σαράντα έξι ίντσες γεμίζουν με την εικόνα της. Τα σπαστά ξανθά μαλλιά της απλώνονται στους ώμους της. Φοράει ένα λευκό πουκάμισο με ανοιγμένα τα δύο πρώτα κουμπιά. Το ντεκολτέ φωτίζεται από τη χλωμή λάμψη μιας λεπτής χρυσής αλυσίδας. Τα μάτια ανοιγοκλείνουν με κάποια αυταρέσκεια υπό το βάρος του μαύρου αϊλάινερ και των δύο στρώσεων μαύρης μάσκαρας. Τα χείλη όπως πάντα συνεπή, δεσμευμένα επ’ άπειρον με εκείνη την απόχρωση που η γυναίκα μου αποκαλεί λαμπερό κοραλλί.

«Μένουμε μέσα!»

Μιλάει απευθείας στον φακό, που μοιάζει να την έχει ρουφήξει ανελέητα. Τα μάτια της με διαπερνούν με έναν γνώριμο αλλά ταυτόχρονα παράλογο τρόπο. Το πρόσωπο της, ωστόσο, μοιάζει τέλεια αποσυνδεδεμένο από την πραγματικότητα, ανέπαφο από ιούς, συμφορές και μικρά οικογενειακά δράματα.

«Για το καλό όλων, μένουμε μέσα! Όλα θα περάσουν και σύντομα θα θυμόμαστε αυτή την περιπέτεια σαν ένα κακό όνειρο».

Ομολογώ πως έχω αρχίσει λιγάκι να φρικάρω. Κοιτώ προς την κουζίνα να δω αν η Μαρία βλέπει αυτό που εγώ παρακολουθώ κατάπληκτος εδώ και λίγα λεπτά. Ωστόσο, δεν ακούγεται ψυχή να κινείται μέσα στο σπίτι. Υποθέτω πως έβαλε τα παιδιά για ύπνο και ξάπλωσε για λίγο να ξεκουραστεί. Δεν βγαίνει αλλιώς η μέρα, όλη την ώρα μπερδευόμαστε ο ένας στα πόδια του αλλουνού. Πού να χωρέσεις μέσα στο τριάρι; Πάμε για ύπνο νωρίς για να μείνουμε λιγάκι μόνοι.

«Τι θα προτείνατε στους φίλους τηλεθεατές που μας βλέπουν αυτή τη στιγμή;» ρωτά ο έμπειρος δημοσιογράφος με μια βουτυρένια επαγγελματική φωνή, κι αυτή γνώριμη και οικεία.

Σαν να με ξέρει από καιρό, σαν να απευθύνεται μονάχα σε εμένα, τον αγαπημένο της τηλεθεατή, εκείνη λέει:

«Να διαβάζουν, να ακούνε μουσική, να αγαπούν ο ένας τον άλλον».

«Μαρία, Μαρία!»

Φωνάζω τώρα δυνατά. Δεν αντέχω, θέλω με κάποιον να το μοιραστώ.

«Εσείς πώς βιώνετε την καραντίνα;»

Ο δημοσιογράφος στρέφει τώρα το διοπτροφόρο βλέμμα του στον άνδρα που κάθεται δίπλα και ξύνει το κεφάλι του με αριστοκρατική φινέτσα, καθώς η λάμψη από το χρυσό Σεβαλιέ στο μικρό του δάχτυλο αντανακλά πάνω στην οθόνη. Φορά ένα καφέ κοστούμι με φαρδιά ρίγα και μεγάλα πέτα, εντελώς ντεμοντέ για την εποχή. Κάθεται σταυροπόδι και οι ρίγες χάνονται και σβήνουν μέσα στα πόδια του, για να εμφανιστούν και πάλι πάνω στο τροφαντό στομάχι του, που καλύπτεται ως πάνω με το παντελόνι, ενώ μια δερμάτινη ζώνη με χρυσή αγκράφα μοιάζει να χωρίζει ασφυκτικά το σώμα του στα δύο. Μεταξύ του μέσου και του δείκτη καπνίζει το ένα τρίτο ενός τσιγάρου που σιγοκαίει σαν τις συνάψεις του εγκεφάλου μου που πετούν σπινθήρες μπροστά στον αφόρητο παραλογισμό που βιώνω.

«Μα φυσικά καπνίζοντας και υπομένοντας την κατάσταση», λέει και αφήνει ένα σαρδόνιο στραβό γελάκι που μοιάζει με πρόδρομο εγκεφαλικού επεισοδίου.

Γελούν όλοι με κάποια υποχρέωση, σαν να πρέπει να γίνει ένα διάλειμμα από τις συνέπειες που προκαλεί ο εγκλεισμός. Ωστόσο, κάποια μοιάζει να διαφωνεί.

«Μα τι είναι αυτά που λες στον κόσμο, χρυσό μου, εδώ τα πάντα έχουν γίνει σ…»

Ο δημοσιογράφος γελώντας κάπως αμήχανα σηκώνει το χέρι του για να διακόψει τη μελαχρινή κυρία με την ανασηκωμένη μύτη και το γαλλικό προφίλ. Τα γατίσια μάτια της τον αποδοκιμάζουν αλλά μονάχα για μια στιγμή. Αμέσως, ένα χαμόγελο φωτίζει το τέλειο πρόσωπό της δίνοντας πάσα στη διπλανή της, που δεν μασάει τα λόγια της.

«Μα γιατί να το κρύψουμε, αγάπη μου, για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση ας παραδεχτούμε επιτέλους πως το ανθρώπινο είδος τα έχει κάνει σκατά!» λέει με τη βαριά φωνή της η ντίβα και μια τολύπα καπνού σκάει σαν μανιτάρι πάνω από τα κεφάλια τους. Οι καπνοί πλέον έχουν βγει από την οθόνη και αιωρούνται μέσα στο καθιστικό. Καμία απαγόρευση δεν τίθεται στην ομήγυρη, η οποία δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται καν για τις προβλεπόμενες αποστάσεις που πρέπει να κρατούν μεταξύ τους. Μυρίζω τον καπνό και είμαι αναποφάσιστος. Έχω τρία χρόνια που έχω κόψει το τσιγάρο. Δεν ξέρω αν πρέπει να αφεθώ ή να το ρίξω στην γκρίνια. Ωστόσο, με κερδίζουν τα μάτια της, μοιάζουν να γνωρίζουν τα όρια που με άνεση ξεπερνά.

Ο δημοσιογράφος ανακάθεται στην άκρη της καρέκλας του, ενώ προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης και να κατευνάσει την ευχάριστη βαβούρα που δημιουργούν αθέλητα οι καλεσμένοι του. Με τον δείκτη του καρφώνει στο μεσόφρυδο τον βαρύ σκελετό των γυαλιών του και ρίχνει το βάρος του σώματός του μπροστά, σαν να θέλει να πιάσει ένα χρήσιμο αντικείμενο που μόλις έπεσε στο νερό.

«Εσείς τι έχετε να πείτε, αγαπητέ;» Το βλέμμα του τώρα στρέφεται στον καλοσυνάτο κύριο με τα θυσανωτά φρύδια που μοιάζουν με μανιασμένα αλμυρίκια τον Αύγουστο πάνω από τα στρογγυλά, ελαφρώς γουρλωτά του μάτια.

«Τι να πω; Θα πρέπει όλοι να προσέχουμε και να ακούμε τις οδηγίες των ειδικών».

«Οπότε μένουμε μέσα!» επιμένει ο παρουσιαστής.

«Φυσικά και μένουμε μέσα. Δεν υπάρχει άλλη λογική λύση», λέει ο κύριος κι ανασηκώνει όσο δεν παίρνει τους δύο τριχωτούς θάμνους που βαραίνουν τα μάτια του.

Θέλω να ρωτήσω τι εννοούν «μέσα» αυτοί οι απίθανοι τύποι, όταν όλοι γνωρίζουμε πως δεν μοιράζονται πλέον μαζί μας καμιά πραγματικότητα, παρά μόνο την ανάμνησή τους. Κοιτώ και πάλι την πόρτα που με χωρίζει με τρόπο απόλυτο και καθοριστικό από το υπόλοιπο σπίτι, αυτή τη φορά με κάποια ανυπομονησία. Είναι από αυτές τις στιγμές που νιώθεις πως πρέπει να μοιραστείς την εμπειρία για να της δώσεις υπόσταση.

Οι καλεσμένοι της εκπομπής μοιάζουν να συμφωνούν πάνω στο θέμα της κοινωνικής ευθύνης. Είναι πανανθρώπινο χρέος, λένε, να προστατέψουμε το σύνολο και να ταχθούμε ψυχή τε και σώματι στο γενικό καλό.

«Μωρέ, κοίτα τι ωραία που τα λένε!» σκέφτομαι και ποσώς με ενδιαφέρει πλέον που όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν αφήσει τα εγκόσμια εδώ και πολλά χρόνια. Είναι στ’ αλήθεια τόσο ευχάριστο να τους βλέπω και πάλι ζωντανούς, με τα χούγια τους, τα νάζια, τα σουσούμια τους, τις ομορφιές και τις ανθρώπινες παραξενιές τους. Όλα αυτά τα υπέροχα καμώματα, οι εκφράσεις στον φακό που τους λατρεύει, οι ανεξίτηλες υπογραφές στο υποσυνείδητό μας, που τους έκαναν προσιτούς κι αγαπημένους.

Κάνω ανακωχή με τη λογική μου. Τι πειράζει, μωρέ, πότε πότε να ζωγραφίζουμε έξω από τις γραμμές; Αυτό δεν κάνουν τα παιδιά; Αυτή τη χρονική παράταση δεν προσπαθούν να διαφυλάξουν ως κόρη οφθαλμού οι δημιουργικοί άνθρωποι;

Δεν είμαι, άλλωστε, εγώ αυτός που ξυπνά τις τελευταίες μέρες κάθε πρωί νομίζοντας πως βλέπω όνειρο ότι αποκλειστήκαμε όλοι στα σπίτια μας; Δεν είμαι εγώ αυτός που δηλώνω πεπεισμένος πως ζούμε σε παράλληλο σύμπαν; Πώς από λάθος διαπεράσαμε τη λεπτή γραμμή και πατήσαμε στη δυστοπία;

Μάλλον ήρθε εκείνη η άχαρη στιγμή που καλούμαστε να αποτινάξουμε μια και καλή από πάνω μας τη σιγουριά σαν να είναι σκόνη στο πέτο. Να αποδεχτούμε πως η αέναη βελτίωση και προκοπή είναι μια ψευδαίσθηση. Ήρθε ο καιρός να αντιμετωπίσουμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας έτσι ακριβώς όπως είναι: Ξεχτένιστο, ανασφαλή και χωρίς πλάνο.

«Ναι, ρε φίλε, πάρε το χαμπάρι, είσαι τρωτός και η κλωστούλα που κρατά ραμμένο στη θέση του το σύμπαν σου, αν ξηλωθεί παίρνει σβάρνα όλο το γαζί».

«Τι μουρμουράς εσύ εκεί;»

Η Μαρία με κοιτά με απορία. Κρατάει στο χέρι της μια κούπα που αχνίζει και μου την προσφέρει. Κάπου άκουσε πως πρέπει να πίνουμε ζεστά ροφήματα για να διώξουμε τον «έξω από δω».

«Νόμιζα πως κοιμήθηκες».

Με κοιτά αυτή τη φορά ειρωνικά. Η Μαρία, η γυναίκα μου. Παντρεμένοι εδώ και δεκαεπτά χρόνια. Μαζί τουλάχιστον είκοσι. Σήμερα γονείς μεγάλοι, με γονείς μεγάλους. Αργήσαμε να αποκτήσουμε παιδιά, θέλαμε να χαρούμε τη ζωή μας, να προκόψουμε στη δουλειά μας. Ύστερα ήρθε η ξαφνική έλλειψη και μαζί της μια ελαφριά κατάθλιψη που συνοδευόταν από αλλεπάλληλα κύματα δυσθυμίας, προσβολές εκατέρωθεν και χρεώσεις λαθών. Καταφέραμε ωστόσο να ξεπεράσουμε τον σκόπελο και επιδοθήκαμε αυτιστικά στην απόκτηση παιδιού.

Η επιστήμη έχει φτάσει ψηλά -εύχομαι να βρει γρήγορα και το εμβόλιο για τον καταραμένο τον ιό- κι εμείς καταφέραμε να αποκτήσουμε, εκεί γύρω στα σαράντα, όχι ένα, άλλα δύο παιδάκια. Την Έλενα και τον Μανώλη. Δίδυμα! Σήμερα πεντέμισι χρονών, στο πτυχίο για το Νηπιαγωγείο. Θα αποφοιτούσαν με έπαινο τον Ιούνιο, αν δεν μας χαλούσε τα όνειρα το ελλαττωματικό matrix που μας πέταξε σε παράλληλο σύμπαν χωρίς όπλο, χωρίς καν ένα αντισηπτικό έξτρα ή μια αλλαξιά μάσκας.

«Τα παιδιά;» τη ρωτώ και την ίδια στιγμή μετανιώνω.

Από το πρωί βολοδέρνει να τα ταΐσει, να τα παίξει, να τραγουδήσει, να ζωγραφίσει, να φτιάξει παζλ, κι ύστερα να τα αφήσει να γίνουν χάλια με τα αλεύρια στην κουζίνα φτιάχνοντας τηγανίτες, να τα κάνει μπάνιο, να τα χωρίσει που μαλώνουν γιατί δεν τα χωρά ο τόπος και οι τέσσερις τοίχοι είναι έτοιμοι να τα πλακώσουν, και κάπου ανάμεσα να βάλει πλυντήριο, να πλύνει τα πιάτα, να διαπραγματευτεί μαζί τους λίγο χρόνο γιατί πρέπει να δουλέψει. Ναι, γιατί πρέπει και να δουλέψει.

Είναι κι αυτά κολλημένα επάνω της. Εγώ άντε να τα κάνω ένα αεροπλανάκι, άντε να τα γαργαλίσω, το πολύ να φτιάξω κι ένα πρωινό. Το ξέρω, δεν τα πάω καλά. Με τρώνε οι τύψεις που δεν αναγνωρίζω από το κούνημα του φρυδιού του γιου μου ή από τη γρήγορη ανάσα της κόρης μου πως έρχεται καταιγίδα. Η Μαρία, αντίθετα, έχει αναπτύξει μια ακόμα βασική αίσθηση, που λειτουργεί ως πυξίδα όταν έχει βοριά και η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη στα δίδυμα πελάγη μας.

«Έφαγες;»

Το ανοιγμένο κουμπί του παντελονιού μου υποδηλώνει πως η ακόρεστη πείνα μου κάνει καλά τη δουλειά της αυτές τις μέρες. Θα μπορούσα να φορέσω απλώς μια φόρμα και να τελειώνει η υπόθεση, ωστόσο θέλω να κρατήσω τα προσχήματα και την εικόνα μου μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή τις ώρες εργασίας. Έχω εκείνη την ακαθόριστη αίσθηση πως η διατήρηση μιας κανονικότητας θα με κρατήσει νηφάλιο και σταθερό. Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, περιφέρω τα βαράκια μέσα στο σπίτι φορώντας αθλητικά παπούτσια, γεμάτος όρεξη για ένα χορταστικό διαδικτυακό CrossFit. Ύστερα από δύο σετ, ωστόσο, περπατώ υπνωτισμένος προς το ψυγείο και όλα στο σύμπαν μου φαίνεται πως είναι τελικά όπως πρέπει. Μα, τι λέω; Εδώ βλέπω νεκρούς σελέμπριτις να μου κάνουν συστάσεις στην τηλεόραση. Εκεί θα κολλήσω;

«Κάτι τσίμπησα. Εσύ;»

«Είμαι πτώμα».

«Φαντάζομαι».

«Όχι, δεν το νομίζω. Σήμερα συνειδητοποίησα ότι έχω εννιά μέρες να φορέσω σουτιέν».

«Αλήθεια;»

«Σε κάποια άλλη πραγματικότητα, το λες αυτό και ελευθερία», λέει και μου φαίνεται πως κάπου μέσα της το διασκεδάζει.

«Εσύ τι βλέπεις;»

«Να, εδώ, μια εκπομπή με τον Φρέντυ Γερμανό. Έχει απόψε καλεσμένους την Αλίκη, τον Λάμπρο, την Τζένη, τη Μελίνα και τον Διονύση», λέω με αφοπλιστική σιγουριά.

«Ποιους έχει, ποιους;» η Μαρία τα έχει εντελώς χαμένα.

Θέλω να της εξηγήσω πως στο δικό μου σύμπαν έχουν αρχίσει να κάνουν εμφάνιση φιλικές μορφές που αγάπησα όταν ήμουν παιδί. Φιγούρες που με τα χρόνια έχουν συγκεντρώσει όλη τη χαρά, την αθωότητα και κυρίως μια ελαφράδα ψυχής, και που με κάνουν να αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου και τρυφερά για τους άλλους. Έξω από την πόρτα μας, η ζωή μπήκε στο ψυγείο. Θέλω κάποιον να με ζεστάνει.

«Σοβαρέψου», μου λέει με διάθεση ωστόσο περιπαικτική.

Στην τηλεόραση, ένα ξεθεωμένο πάνελ αναμασά τα περιοριστικά μέτρα και υπενθυμίζει εμμονικά το κοινωνικό μας χρέος.

«Για πες, λοιπόν, στο παρεάκι αυτό χωρά και κανένας άλλος;»

Την κοιτώ πονηρά και μου χαμογελά σαν κοριτσάκι.

Α, ρε Μαρία! Αυτό θα πει σύντροφος ζωής. Με πήρε πρέφα και εισέβαλε στο σύμπαν μου με χίλια.

«Σαν ποιος δηλαδή;»

«Ξέρω γω; Μήπως να πούμε και στον Μάνο να κάνει μια βόλτα, να πούμε και κανένα τραγουδάκι».

* Η Σαρίτα Χαΐμ είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, Η Αδελφή μου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.