Όταν μιλάμε για κινηματογραφική λάμψη, το Hollywood της δεκαετίας του ’40 θα είναι πάντα ένα σημείο αναφοράς. Ποτέ ξανά οι stars δεν ήταν τόσο μεγαλοπρεπείς. Τόσο έντονες φιγούρες, τόσο bigger than life. Και ποτέ άλλοτε το σινεμά δεν υπήρξε τόσο επιδραστικό στις τάσεις μιας εποχής που άλλαζε άρδην και απαιτούσε ψυχικό κόστος. Οι ιστορίες των ανθρώπων πίσω από τις ταινίες ήταν η συμπύκνωση της σκληρής επιμονής, των ατέλειωτων ωρών πρόβας και των υποχρεωτικών υπερωριών στα κρεβάτια των managers και των σκηνοθετών. Στην κινηματογραφική αίθουσα όμως, οι εκτυφλωτικές εικόνες τους ήταν το αντίδοτο στην άχαρη καθημερινότητα των θεατών. Εκεί, μετατρέπονταν στα χαρισματικά πλάσματα που πέτυχαν όχι μόνο στο Hollywood αλλά και στην αποστολή τους να τροφοδοτήσουν με υλικό τα όνειρα όλου του πλανήτη. H επιρροή τους δεν είχε διάρκεια μόνο τις δύο ώρες που προβαλλόταν η ταινία τους μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Κράτησε για δεκαετίες απόλυτου μύθου. Τον οποίο συναρμολόγησαν όχι μόνο οι εντυπωσιακές τους ταινίες, αλλά και η προσωπική περιπέτεια του καθενός. Έτσι που το πάνθεο του star system να αντικατοπτρίζει την αληθινή ιστορία της επιτυχίας, όπως τη βίωσαν οι stars που οι ταινίες τους ακόμα παίζονται στα θεαματικά και ψεύτικα σκηνικά της νοσταλγίας μας.
Tο παλαιό Hollywood πάντα δίνει υλικό και ποτέ δεν στερεύει. Το τελευταίο τηλεοπτικό διαμάντι του Ryan Murphy, η σειρά Hollywood που είναι διαθέσιμη στο Netflix, δανείζεται ιστορίες από υπαρκτά πρόσωπα, τα μπλέκει με χαρακτήρες και στοιχεία μυθοπλασίας και δημιουργεί ένα επτάωρο νοσταλγικό έπος που ξαναγράφει την ιστορία, πασπαλισμένη με μπόλικη αστρόσκονη. Το happy end είναι αστραφτερό και βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Ωστόσο, μας δίνει μια εικόνα του τι θα συνέβαινε αν η φαντασία του δημιουργού είχε γίνει πραγματικότητα.
Στο μεταπολεμικό Hollywood, άκμαζαν οι οικογενειακές αξίες, η λευκή φυλή και τα αστραφτερά χαμόγελα. Στον αντίποδα, η Κου Kλουξ Kλαν καταδίωκε και δολοφονούσε τους μαύρους, ο McCarthy είχε εξαπολύσει ανελέητο κυνηγητό στους κομμουνιστές και τα στούντιο έκλειναν αποκλειστικά συμβόλαια με τους stars απαιτώντας τον πλήρη έλεγχο της ζωής τους, σε όλα τα επίπεδα: τι θα φάνε, πού θα πάνε, μέχρι και με ποιους ή με ποιες θα κοιμηθούν στο κρεβάτι τους. Τα στούντιο ήταν πανίσχυρα και οι περιβόητοι Big Five (20th Century Fox, RKO Pictures, Paramount Pictures, Warner Bros και Metro-Goldwyn-Mayer) είχαν απόλυτη εξουσία σε καριέρες, οικογένειες και ζωές. Οι gay καταδιώκονταν από την αστυνομία και ο J. Edgar Hoover, επικεφαλής του FBI, είχε αναλάβει να κρατήσει ακμαία μια ηθική που ήταν πολλές φορές ζοφερή. Εκείνη η εποχή ήταν λαμπερή στο προσκήνιο, σκοτεινή και με ροζ πινελιές στο παρασκήνιο.
Peg Entwistle
Η Peg ήταν ηθοποιός του Broadway, που ήθελε απεγνωσμένα να μπει και στο κινηματογραφικό πάνθεο. Τελικά τα κατάφερε, με τίμημα τη ζωή της. Το φθινόπωρο του 1932, σκαρφάλωσε στο γράμμα Η της ταμπέλας Hollywoodland και αυτοκτόνησε πέφτοντας στο κενό. Η συντριβή της στο έδαφος συνέτριψε και το όνειρό της, που είχε γίνει εφιάλτης, και είναι βασικό σημείο αναφοράς στη σειρά – παρόλο που η ίδια ως χαρακτήρας δεν εμφανίζεται σε κανένα από τα επεισόδια. Η Peg έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για τον τρόπο που αυτοκτόνησε αλλά και για το γεγονός ότι μετά τον θάνατό της αφαιρέθηκαν από την πινακίδα τα γράμματα που σχημάτιζαν τη λέξη «land», για να μπορεί να περιφρουρηθεί καλύτερα η περιοχή και να μη θυμίζει σε τίποτα τα όνειρα που κάηκαν. Λέγεται πως όταν η Bette Davis ήταν πολύ νεαρή, είχε δει την Peg Entwistle να παίζει στην Αγριόπαπια, του Ίψεν, και είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ που δήλωνε πως όταν μεγάλωνε ήθελε να γίνει σαν εκείνη.
Rock Hudson
Ένας από τους κεντρικούς ήρωες της σειράς είναι ο ομοφυλόφιλος Rock Hudson, από τους μεγαλύτερους stars του Hollywood. Πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από AIDS, ενώ πρωταγωνιστούσε στη σειρά Δυναστεία. Στη σειρά του Netflix, μολονότι αρχικά υπακούει στις προσταγές του ατζέντη του, Henry Willson, και καταπιέζεται προκειμένου να κάνει καριέρα, στην πορεία επαναστατεί και παραδέχεται δημοσίως τη σχέση του με έναν σεναριογράφο. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, ο Willson τον είχε αναγκάσει να παντρευτεί τη γραμματέα του, τη Phyllis Gates, από την οποία πήρε διαζύγιο το 1958. Πίσω από τα φώτα των προβολέων και τις κάμερες των paparazzi, η ζωή του ηθοποιού ήταν πολύ διαφορετική. Ο χρηματιστής Lee Garlington, με τον οποίο ο Hudson είχε σχέση σε όλη τη δεκαετία του ’60, δημοσιοποίησε κοινές τους φωτογραφίες μόλις πριν από πέντε χρόνια. Από την άλλη, ο συγγραφέας Mark Griffin, που παρουσίασε πριν από δύο χρόνια μια βιογραφία του Hudson με τίτλο All that Heaven Allows, ανέφερε πως εκείνη την εποχή η δημόσια παραδοχή του Rock ότι ήταν gay θα ισοδυναμούσε με επαγγελματική αυτοκτονία. Στον στενό του κύκλο συγκαταλέγονταν η Elizabeth Taylor και η Doris Day, με την οποία εμφανίζονταν σαν ζευγάρι σε parties και πρεμιέρες, κατ’ εντολή της MGM. «Ο Rock Hudson δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ζήσει όπως ήθελε. Ήταν αναγκασμένος να κρύβεται διαρκώς. Πόσο εύχομαι να είχε γεννηθεί 30-40 χρόνια μετά. Θα ήταν πολύ πιο άνετος και χαρούμενος. Επίσης, θα χαιρόταν πολύ αν ήξερε πόσο άλλαξαν τα πράγματα», σχολίασε ο Garlington στο περιοδικό People, πριν από δύο χρόνια. Στο Hollywood, το πακέτο αυστηρών περιορισμών για τους stars είχε πάντα αστραφτερό περιτύλιγμα.
Henry Willson
Μια από τις εκπλήξεις της σειράς είναι ο Jim Parsons, που από τον ιδιοφυή και ψυχαναγκαστικό Sheldon Cooper του The Big Bang Theory µετατρέπεται στον διεστραµµένο ατζέντη Henry Willson, κάτι αντίστοιχο του Harvey Weinstein της εποχής εκείνης, αλλά για τους άντρες. Ο µικροσκοπικός manager επέβαλλε στους ηθοποιούς που είχε στο πελατολόγιό του να κοιµούνται και µαζί του και µε φίλους του. Από πολλούς έχει χαρακτηριστεί «παρανοϊκός», «µεγαλοµανής», αλλά και «πολύ διορατικός και αποτελεσµατικός». Τον Rock Hudson, για παράδειγµα, τον εντόπισε την εποχή που εκείνος εργαζόταν ως ταχυδρόµος και του έφερνε την αλληλογραφία του. Ο Willson αµέσως διέκρινε ότι ο Rock θα µπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο στη ζωή του από το να παραδίδει επιστολές. Τον ερωτεύτηκε (όσο µπορούσε) και τον έκανε πρωταγωνιστή και µυθικό star µέσα στο διάστηµα ρεκόρ των έξι µηνών. Παρά την εξυπνάδα του, όµως, η ζωή του δεν είχε happy end. Κατέληξε να πεθάνει στα 67 του από κίρρωση του ήπατος, εξαρτηµένος από την ηρωίνη και το αλκοόλ και ξεχασµένος από όλους τους φίλους του. Είχε διαγνωστεί µε παράνοια και συχνά αντιµετώπιζε προβλήµατα µε το βάρος του. Οι εκδικητικές του τάσεις, οι εκβιασµοί και οι συχνές εκρήξεις του τον µετέτρεψαν σε µαύρο πρόβατο και σιγά-σιγά άρχισαν όλοι να τον αποφεύγουν. Το προτέρηµά του να µιλάει πολύ έγινε τελικά το µεγαλύτερό του ελάττωµα, αφού ήταν ανίκανος να διακρίνει πού να κουτσοµπολέψει ποιον και σε ποιους. Ακόµα και ο Rock Hudson τον παράτησε, αφού πρώτα -σύµφωνα µε φήµες- τον έστειλε στο νοσοκοµείο µε σπασµένα όλα του τα µπροστινά δόντια.
George Cukor
Ήταν ο αγαπημένος σκηνοθέτης των γυναικών, λόγω της ικανότητας και της δεξιοτεχνίας του να αποσπά από τις πρωταγωνίστριές του δυνατές ερμηνείες. Μεγαλώνοντας σε ένα πολύ αυστηρό καθολικό περιβάλλον, ήταν πολύ δύσκολος και κλειστός χαρακτήρας και είχε βίτσιο να νοικιάζει αρσενικές πόρνες, «καταθέτοντας» σχεδόν ολόκληρο τον μισθό του από τα στούντιο. Αρκετά αυστηρός με τους γύρω του αλλά και με τον εαυτό του, σπανίως χαλάρωνε. Ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που προσλήφθηκε από την εταιρεία MGM για το Όσα Παίρνει ο Άνεμος, αλλά τα παράτησε σε έναν μήνα. Πολλές από τις σκηνές που είχε γυρίσει όμως παρέμειναν στην ταινία. Ο Cukor ήταν ο σκηνοθέτης που μετέφερε την ευρωπαϊκή κομψότητα και επέβαλε το μικρό στήθος στις πρωταγωνίστριες. Το πέτυχε με την επιμονή του να είναι η Audrey Hepburn πρωταγωνίστρια στο μιούζικαλ Ωραία μου Κυρία, που του χάρισε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Από την άλλη, του αποδόθηκαν ευθύνες για τον θάνατο της Marilyn Monroe, αφού ήταν ο σκηνοθέτης της τελευταίας ταινίας στην οποία συμμετείχε εκείνη, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι ατέλειωτοι καβγάδες του με τη Marilyn, που συνεχώς ξεχνούσε τα λόγια της (ήταν την περίοδο της εξάρτησής της από τα βαρβιτουρικά και το αλκοόλ), τον οδήγησαν στο να την απολύσει και να αναγκάσει τον τότε διευθυντή της Fox, τον Έλληνα George Skouras, να τη διώξει και από την εταιρεία. Όντας αρκετά εσωστρεφής και κλειστός, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τον ψυχολογήσει ή να τον κάνει φίλο του. Οι μοναδικές σχέσεις φιλίας που είχε ήταν με την Katharine Hepburn και τη Vivien Leigh.
Tallulah Bankhead
Ο όρος «μποέμ» ήταν μια εντελώς ευρωπαϊκή εφεύρεση, την οποία δεν μπορούσε να κατανοήσει το Hollywood – πολύ περισσότερο όταν αναφερόταν σε γυναίκες. Μέχρι που ήρθε να τον προσδιορίσει στην πράξη η Tallulah Bankhead. Το κορίτσι με την πονηριά, τα έντονα συναισθήματα και τις παρορμήσεις, την αστείρευτη λίμπιντο και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις, έχει μια ιδιαίτερη θέση στη σειρά Hollywood. H Tallulah, με το οπλοστάσιό της γεμάτο φονικές ατάκες, δεν έκανε το κοινό της να πλήξει ποτέ. Προβοκατόρικες δηλώσεις της, όπως «Έχω να πάω πολύ καιρό με άντρα. Το χρειάζομαι επειγόντως. Έχουν περάσει 6 ολόκληρες μέρες», «Τα καλά κορίτσια γράφουν ημερολόγιο, τα κακά δεν έχουν τον χρόνο» και «Αν ξαναζούσα τη ζωή μου, θα έκανα τα ίδια λάθη, αλλά πιο νωρίς», έχουν μείνει στην ιστορία.
Όσον αφορά τη δήλωση για τους άντρες, που την έκανε στο περιοδικό Time, θα έλεγε αργότερα πως αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τον πατέρα της και ορκίστηκε να μην ξαναμιλήσει σε ρεπόρτερ. Η Tallulah έζησε τη ζωή της με γνώμονα την πρόκληση και τις φήμες να την ακολουθούν συνεχώς. Το 1944, όταν γύριζε ως πρωταγωνίστρια το Lifeboat, με σκηνοθέτη τον Alfred Hitchcock, οι ιστοριογράφοι του Hollywood λένε πως δεν φορούσε εσώρουχα, κάτι που παρατήρησαν οι συμπρωταγωνιστές της όταν εκείνη ανέβαινε τη σκάλα για τη δεξαμενή που γίνονταν τα γυρίσματα. Για την ιστορία, αυτή η δεξαμενή είχε στηθεί στο στούντιο, καθώς η υπόθεση διαδραματιζόταν σε μια βάρκα. Όταν το ανέφεραν στον σκηνοθέτη, εκείνος απάντησε ότι είναι σοβαρό θέμα, προσθέτοντας: «Αλλά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό πρέπει να απασχολεί τον ενδυματολόγο, το μακιγιάζ ή τον κομμωτή». Γεννημένη το 1902, η Tallulah γνώρισε όλη τη δόξα του βωβού κινηματογράφου, είχε διαγνωστεί με αλκοολισμό και εξάρτηση από την κοκαΐνη, κάπνιζε 120 τσιγάρα την ημέρα, δήλωνε αμφισεξουαλική και πέθανε 66 χρονών από overdose. Δεν έκανε ποτέ παιδιά, είχε δηλώσει πως είχε κάνει δύο αμβλώσεις και ήταν υποψήφια για τον ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά στην ταινία Λεωφορείον ο Πόθος. Τελικά, κρίθηκε ανίκανη να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της και τον ρόλο πήρε η κατά δέκα χρόνια νεότερή της Vivien Leigh. Μία ακόμη ηθοποιός που εμφανίζεται ως real life χαρακτήρας στη σειρά.
Vivien Leigh
Γεννημένη το 1913, ήταν η επίσημη εκπρόσωπος της χολιγουντιανής αριστοκρατικής κομψότητας. Ήταν μια γυναίκα που συναγωνιζόταν σε μυστήριο και εκτόπισμα την Greta Garbo. «Το πάθος της έχει κάτι τραγικό και η φωνή της μια σπαρακτική ένταση», είχε γράψει το Life για εκείνη, όταν έπαιξε στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος (1939). Το Variety τη χαρακτήρισε «συναρπαστική ηθοποιό, με την ικανότητα να παρακάμπτει την τεχνική». «Η Vivien ακροβατεί στα νεύρα της και δεν μπορεί παρά να δονεί και τα δικά μας», έγραψαν οι Times για την ερμηνεία της στο Λεωφορείον ο Πόθος (1951). Οι κριτικοί τη λάτρεψαν και την ύμνησαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, ακόμη και όταν όλοι -πολύ περισσότερο ο ίδιος ο Θεός- έδειχναν να την έχουν ξεχάσει. Η Leigh είχε διαγνωστεί με διπολική διαταραχή και υπέφερε από φυματίωση, ασθένεια που τη σκότωσε στην ηλικία των 53 ετών σε ένα νοσοκομείο στο Λονδίνο, με μόνη συντροφιά την αποκλειστική νοσοκόμα της, Margaret. Πάντα απόκοσμη, πάντα ευαίσθητη, πάντα έτοιμη να σπάσει, κυκλοφορούσε στα parties με ένα ποτήρι στο χέρι και ζητούσε από όλους να της δώσουν σημασία. O Laurence Olivier, με τον οποίο υπήρξε παντρεμένη, είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του: «Τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με κανέναν. Δεν μπορούσε ούτε καν να συνεννοηθεί με τις υπηρέτριες του σπιτιού. Έχανε τα πάντα μέσα στο σπίτι. Αλλά όταν έβγαινε στη σκηνή, όταν άρχιζε ο φακός να την καταγράφει, ήταν σε πλήρη λειτουργία. Δεν έχανε λέξη, δεν καθυστερούσε. Ζούσε μόνο για τη σκηνή και λειτουργούσε μόλις άναβε ο φακός. Μετά έσβηνε. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που βρισκόταν αιχμάλωτη στα δίχτυα εκείνου του πανούργου τέρατος, της μανιοκατάθλιψης, κατάφερε να διατηρήσει την εξυπνάδα της, μια χρήσιμη ικανότητα που τη βοηθούσε να αποκρύψει την πραγματική ψυχική της κατάσταση σχεδόν από όλους, εκτός από μένα, που της ήταν δύσκολο να κάνει τον κόπο». Το ζευγάρι χώρισε το 1960, ύστερα από 20 χρόνια γάμου. Η Vivien Leigh κέρδισε δύο Όσκαρ, για το Όσα Παίρνει ο Άνεμος και για το Λεωφορείον ο Πόθος. Είχε μια κόρη από τον πρώτο της γάμο, τη Suzanne. Αγαπημένος της σκηνοθέτης και φίλος ήταν ο George Cukor.
Scotty Bowers
Ο Scotty Bowers, πεζοναύτης στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ενέπνευσε τον χαρακτήρα του Ernie West, τον οποίο υποδύεται στη σειρά ο Dylan McDermott. Γυρίζοντας από τον πόλεµο, ο Scotty έπιασε δουλειά σε βενζινάδικο. Όπως εξιστόρησε στο βιβλίο του Full Service: My Adventures in Hollywood and the Secret Sex Lives of the Stars, που κυκλοφόρησε το 2012, το πρώτο του ραντεβού ως ζιγκολό το έκανε όταν ο ηθοποιός Walter Pidgeon του πρόσφερε 20 δολάρια για να κάνουν σεξ. O Scotty δέχτηκε και αυτή η προθυµία του τον έβαλε αµέσως στα πιο δύσκολα και περιζήτητα σαλόνια του Hollywood. Από κει και ύστερα, έβρισκε ερωτικούς συντρόφους για τον Rock Hudson, είχε κοιµηθεί µε τον Cary Grant, είχε κάνει τρίο µε την Ava Gardner και τη Lana Turner στο σπίτι του Frank Sinatra, έβρισκε γυναίκες για την Katharine Hepburn (πάνω από 150 είχαν περάσει από το κρεβάτι της) και για ένα διάστηµα τα είχε µε τον Spencer Tracy (για την ακρίβεια, ήταν κάτι σαν µισθωτός υπάλληλός του). Τις υπηρεσίες του είχαν επίσης χρησιµοποιήσει η Vivien Leigh (σε σκηνή του σίριαλ o Ernie κοιµάται µαζί της), η Édith Piaf και ο συνθέτης Cole Porter. Αν και το 1950 παραιτήθηκε από το βενζινάδικο, συντηρούσε τις παράνοµες ερωτικές του δραστηριότητες µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν και παντρεύτηκε. Όπως είχε πει, το ξέσπασµα της επιδηµίας του AIDS τον ώθησε να σταµατήσει. «Ήταν πολύ επισφαλές αυτό το παιχνίδι πια». Έζησε µέχρι τα 96 του χρόνια.
Anna May Wong
Η Ασιάτισσα ηθοποιός, που στη σειρά κερδίζει Όσκαρ ενώ στην πραγματικότητα δεν βραβεύτηκε ποτέ, είναι είδωλο για τους Κινέζους, αλλά και για την gay κοινότητα. Ήταν πολύ όμορφη και κομψή. Star του βωβού κινηματογράφου, εξακολουθούσε να παίζει και στον ομιλούντα. Είχε έντονη παρουσία και στην τηλεόραση, πρωταγωνιστώντας στην επιτυχημένη σειρά The Gallery of Madame Liu-Tsong, ως αντικέρ-ντετέκτιβ (ρόλος που είχε γραφτεί αποκλειστικά για εκείνη), αλλά και σε ντοκιμαντέρ για την Κίνα, τον πολιτισμό και τους αγώνες της. Έπαιξε και στο θέατρο και έκανε σπουδαίες θεατρικές ερμηνείες στο ραδιόφωνο. Η καριέρα της ήταν διεθνής και ήταν διάσημη όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στη Γερμανία και την Αγγλία, όπου είχε ανεβάσει θεατρικές παραστάσεις με τον Laurence Olivier. Στην Αυστραλία αποθεώθηκε. Έκανε φωτογραφίσεις μόδας. Χαρακτηρίστηκε από τα περιοδικά ως «η πιο καλοντυμένη γυναίκα του κόσμου» και ως «η πιο ωραία Κινέζα της Γης». Όσο καιρό έμενε στην Ευρώπη, ήταν αχώριστη φίλη με τη Leni Riefenstahl, την ηθοποιό, σκηνοθέτη και φωτογράφο που αργότερα θα έμενε στην ιστορία ως ύπουλο εργαλείο της ναζιστικής προπαγάνδας. Με τη Wong ζούσαν μαζί. Οι στενές φιλίες της Anna May με αρκετές γυναίκες σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, από τη μυθική Marlene Dietrich μέχρι την καρατερίστα ηθοποιό Cecil Cunningham, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε και είχε εμφανιστεί δημοσίως με άντρα, οδήγησαν σε φήμες πως είναι ομοφυλόφιλη, πράγμα που έκανε έξαλλη τη συντηρητική κινεζική κοινότητα των ΗΠΑ. Η υποτιθέμενη σχέση της με την Dietrich έκαναν τον πατέρα και την οικογένειά της να την αποκηρύξουν. Άλλωστε, από την αρχή ήταν αντίθετοι με τη σταδιοδρομία που επέλεξε, γιατί θεωρούσαν ότι η υποκριτική ήταν επάγγελμα για «ελαφριές γυναίκες». Αν και χρόνια αργότερα ο πατέρας της θα δήλωνε πως ήταν περήφανος για εκείνη, η Anna May Wong σε όλη της τη ζωή πάλευε για τις επιλογές της και για να παραμένει ο εαυτός της, αναγκασμένη να συγκρούεται ακόμα και με τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα. Όλα αυτά τα χρόνια, η ομοφυλοφιλική κοινότητα αντιστάθηκε στην περιθωριοποίησή της από το mainstream και ανέδειξε τη Wong σε πρόσωπο-σύμβολο. Διάσημη, ωραία, αγωνίστρια, περήφανη, με το «διαμαρτύρομαι» να κρέμεται από την άκρη των χειλιών της. Τσακισμένη από συγκρούσεις και αγώνες, πέρασε μεγάλες περιόδους κατάθλιψης, είχε ξαφνικές εκρήξεις θυμού, κάπνιζε υπερβολικά και εξαρτήθηκε από το αλκοόλ. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1961, πέθανε από καρδιακό επεισόδιο ενώ κοιμόταν, στο σπίτι της στη Σάντα Μόνικα, δύο ημέρες μετά την προβολή ενός αφιερώματος σε εκείνην από το The Barbara Stanwyck Show. Ήταν μόλις 56 ετών και προφανώς είχε κουραστεί από τον πόλεμο που της έκαναν στην προσπάθειά της να είναι διαφορετική και όχι «εξωτική», όπως τη χαρακτήριζαν.
Hattie McDaniel
Η πληθωρική Hattie McDaniel, την οποία υποδύεται στη σειρά η εξίσου πληθωρική Queen Latifah, ήταν η πρώτη μαύρη ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, για τον ρόλο της υπηρέτριας Mammy στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος, και η πρώτη μαύρη που συμμετείχε σε ραδιοφωνικό show. Με πάνω από 200 ταινίες στο ενεργητικό της, ήταν εκείνη που επαναστάτησε πρώτη ενάντια στις προκαταλήψεις της Αμερικής που ήθελαν την κινηματογραφική βιομηχανία αποκλειστικά λευκή. Η Hattie έμεινε στην ιστορία του Hollywood ως τολμηρή και πρωτοπόρος για τον αγώνα της να αλλάξει στερεοτυπικές αντιλήψεις, να παλέψει με τον ρατσισμό και την αντίδραση, να επιμείνει, να επιβάλει την εικόνα της με τεράστιο προσωπικό κόστος και να απαιτήσει ίση μεταχείριση σε μια εποχή θεσμοθετημένων διακρίσεων. Όταν το να είσαι μαύρος ισοδυναμούσε με δεύτερους μόνο ρόλους στις ταινίες, εκείνη διεκδίκησε περισσότερα. Παρά την έντονη ακτιβιστική δράση της, δεν κατάφερε τελικά να ξεφύγει από την κινηματογραφική περσόνα της υπηρέτριας και η καριέρα της περιορίστηκε
αποκλειστικά σε τέτοιους ρόλους.